Λες κι η σκέψη του είχε λειτουργήσει ως επίκληση, η Νυνάβε εμφανίστηκε μέσα από το προπέτασμα των φυτών, κατευθυνόμενη προς την αυλή των στάβλων. Ο Ματ έμεινε με το στόμα ανοικτό. Ο ψηλός άντρας με τον σκουροπράσινο μανδύα, που την κρατούσε αγκαζέ, ήταν ο Λαν! Ή, μάλλον, εκείνη τον κρατούσε, προσκολλημένη επάνω του και με τα δύο χέρια και χαμογελώντας του. Αν επρόκειτο για οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, ο Ματ θα έλεγε πως ήταν ερωτοχτυπημένη, αλλά εδώ επρόκειτο για τη Νυνάβε.
Η γυναίκα, μόλις αντιλήφθηκε πού βρισκόταν, ξαφνιάστηκε κι έκανε ένα βιαστικό βήμα στο πλάι, αν κι εξακολουθούσε να κρατάει το χέρι του Λαν. Η ενδυματολογική επιλογή της δεν ήταν καλύτερη από της Ηλαίην· φορούσε ένα γαλάζιο μεταξωτό με πράσινα κεντήματα και με αρκετά χαμηλό ντεκολτέ, ώστε να αναδεικνύει ένα βαρύ χρυσό δαχτυλίδι, το οποίο κάλλιστα θα χωρούσε και στους δυο της αντίχειρες, αλλά που τώρα κρεμόταν στη σχισμή του στήθους της από μια λεπτή χρυσή αλυσίδα. Το πλατύγυρο καπέλο, το οποίο κρατούσε από τις λυτές του κορδέλες, ήταν στολισμένο με μπλε φτερά, ενώ ο μανδύας για τη σκόνη ήταν από πράσινο λινό διανθισμένο με γαλάζιες λεπτομέρειες. Μαζί με την Ηλαίην, έκαναν τις υπόλοιπες γυναίκες να μοιάζουν ατημέλητες μέσα στις μάλλινες φορεσιές τους.
Πάντως, άσχετα αν πριν από ένα λεπτό είχε μάτια μόνο για τον Λαν, τώρα έμοιαζε να έχει ανακτήσει την ψυχραιμία της και βάλθηκε να τακτοποιεί την πλεξούδα της. «Πήγαινε με τους άλλους, Λαν», είπε επιτακτικά, «και μπορούμε να φύγουμε. Οι τέσσερις τελευταίες άμαξες είναι για τους άντρες».
«Όπως επιθυμείς», αποκρίθηκε ο Λαν, κι υποκλίθηκε με το χέρι στη λαβή του σπαθιού του.
Τον παρακολουθούσε να βαδίζει προς το μέρος του Ματ με μια έκφραση απορίας, αδυνατώντας προφανώς να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να της δείχνει τόσο τυφλή υπακοή, αλλά την επόμενη στιγμή έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό της και ξαναβρήκε τον επιθετικό της εαυτό. Συγκέντρωσε την Ηλαίην και τις υπόλοιπες και τις οδήγησε προς το μέρος των δύο πρώτων αμαξών, σαν να ήταν κοπάδι από χήνες. Από τον τρόπο που φώναζε για να ανοίξουν τις πόρτες των στάβλων, κανείς δεν θα υποπτευόταν πως εξαιτίας της υπήρχε αυτή η καθυστέρηση στην αναχώρησή τους. Φώναζε ακόμα και στους οδηγούς, παροτρύνοντάς τους να αρπάξουν τα γκέμια και να χρησιμοποιούν τα μακριά τους καμτσίκια. Ήταν θαύμα που περίμεναν μέχρι και τον τελευταίο να ανέβει στις άμαξες.
Σκαρφαλώνοντας αδέξια, πίσω από τον Λαν, τον Ναλέσεν και τον Μπέσλαν στην τρίτη άμαξα, ο Ματ ακούμπησε τη λόγχη του διαγώνια στην πόρτα και κάθισε κάτω, έχοντας το καλάθι στα γόνατά του, καθώς η άμαξα ξεκίνησε. «Από πού ήρθες, Λαν;» ρώτησε μιλώντας δυνατά, αφού είχαν γίνει οι συστάσεις. «Μόνο εσένα δεν περίμενα να δω. Πού ήσουν; Μα το Φως, νόμιζα πως είχες πεθάνει κι, απ' όσο ξέρω, το ίδιο πιστεύει κι ο Ραντ, γι' αυτό ανέθεσε στη Νυνάβε να σε βρει. Γιατί, στο Φως, το έκανες αυτό;»
Ο Πρόμαχος με το πέτρινο πρόσωπο φάνηκε να σκέφτεται σε ποια ερώτηση να απαντούσε πρώτα. «Η Νυνάβε κι εγώ παντρευτήκαμε χτες το βράδυ παρουσία της Κυράς των Πλοίων», είπε τελικά. «Οι Άθα'αν Μιέρε έχουν μερικά... ασυνήθιστα... έθιμα σχετικά με τον γάμο. Υπήρξαν εκπλήξεις και για τους δυο μας». Ένα αδιόρατο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του κι ο άντρας ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους του. Προφανώς, αυτή ήταν κι η μόνη απάντηση που σκόπευε να δώσει.
«Το Φως να ευλογεί εσένα και τη σύζυγο σου», μουρμούρισε ευγενικά ο Μπέσλαν με μια υποψία υπόκλισης, όσο τουλάχιστον του επέτρεπε ο περιορισμένος χώρος της άμαξας. Ο Ναλέσεν είπε κάτι μέσα από τα δόντια του, αν και, κρίνοντας από την έκφρασή του, ήταν προφανές πως πίστευε ότι ο Λαν είχε τρελαθεί. Ο Ναλέσεν ήξερε πάρα πολύ καλά τι σήμαινε να είναι κάποιος για πολύ καιρό μαζί με τη Νυνάβε.
Ο Ματ παρέμενε καθιστός, παραδέρνοντας στη λικνιστή κίνηση της άμαξας και κοιτώντας στο πουθενά. Η Νυνάβε παντρεμένη με τον Λαν; Ο άνθρωπος ήταν όντως τρελός. Δεν ήταν να απορεί κανείς που είχε τόσο μελαγχολικό βλέμμα. Ο Ματ θα προτιμούσε να βάλει μια λυσσασμένη αλεπού κάτω από την πουκαμίσα του. Μόνο οι τρελοί παντρεύονται, και μόνο ένας παρανοϊκός θα παντρευόταν τη Νυνάβε.