Ακόμη κι αν ο Λαν παρατήρησε πως δεν είχαν χαρεί όλοι τους ιδιαίτερα, δεν το έδειξε. Εκτός από τα μάτια του, δεν είχε αλλάξει καθόλου από τότε που τον θυμόταν ο Ματ. Ίσως είχε γίνει κάπως πιο σκληρός, αν, δηλαδή, αυτό ήταν δυνατόν. «Υπάρχει και κάτι άλλο, πιο σημαντικό», είπε ο Λαν. «Η Νυνάβε δεν επιθυμεί να το μάθεις, Ματ, αλλά πρέπει να το ακούσεις. Οι δύο άντρες σου είναι νεκροί. Τους σκότωσε η Μογκέντιεν. Λυπάμαι πολύ. Αν σε παρηγορεί κάπως, σου λέω πως πέθαναν πριν καλά-καλά το καταλάβουν. Η Νυνάβε πιστεύει πως η Μογκέντιεν πρέπει να έφυγε, αλλιώς θα ξαναπροσπαθούσε, αλλά εγώ δεν είμαι τόσο σίγουρος. Φαίνεται πως έχει προσωπικές διαφορές με τη Νυνάβε, αν κι η Νυνάβε απέφυγε να μου αναφέρει γιατί». Ο Λαν χαμογέλασε ξανά, παρ' όλο που δεν φάνηκε να το συνειδητοποιεί. «Δεν μου είπε πολλά πράγματα, αλλά δεν έχει σημασία. Καλύτερα να μάθουμε τι μπορεί να αντιμετωπίσουμε πέρα από το ποτάμι».
«Η Μογκέντιεν», είπε ο Μπέσλαν παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και με τα μάτια του να λάμπουν. Ίσως να έβρισκε ότι είχε πλάκα.
«Η Μογκέντιεν», επανέλαβε κι ο Ναλέσεν, πιότερο γρυλίζοντας παρά μιλώντας, και τίναξε το μυτερό του γένι.
«Αυτές οι καταραμένες γυναίκες που σου ανάβουν φωτιές», μουρμούρισε ο Ματ.
«Ελπίζω να μη συμπεριλαμβάνεις και τη γυναίκα μου ανάμεσά τους», είπε ψυχρά ο Λαν, με το ένα του χέρι στη λαβή του σπαθιού του, κι ο Ματ ανασήκωσε γρήγορα και τα δυο του χέρια.
«Όχι, βέβαια. Μόνο την Ηλαίην και... και το Σόι».
Μια στιγμή αργότερα, ο Λαν ένευσε κι ο Ματ ξεφύσησε ανακουφισμένος. Η Νυνάβε δεν το είχε σε τίποτα να βάλει τον σύζυγό της —τον ίδιο της τον σύζυγο— να τον σκοτώσει, κι από την άλλη να κρατήσει κρυφό το γεγονός ότι κάποια από τους Αποδιωγμένους ίσως κυκλοφορούσε στην πόλη. Ακόμα κι η ίδια η Μογκέντιεν δεν τον φόβιζε πολύ, από τη στιγμή που φορούσε στον λαιμό του την αλεπουδοκεφαλή, αλλά το μενταγιόν ήταν ανίκανο να προστατέψει τον Ναλέσεν και τους υπόλοιπους, κάτι που, αναμφίβολα, πίστευαν πως μπορούσαν να κάνουν η Νυνάβε με την Ηλαίην. Τον άφησαν να φέρει τους Κοκκινόχερους, ενώ ταυτόχρονα γελούσαν εις βάρος του...
«Δεν θα διαβάσεις το μήνυμα της μητέρας μου, Ματ;»
Μέχρι που το ανέφερε ο Μπέσλαν, δεν είχε αντιληφθεί πως, χωμένο μεταξύ του καλαθιού και του ριγωτού υφάσματος, υπήρχε ένα μικρό διπλωμένο χαρτάκι, πάνω στο οποίο μόλις που διακρινόταν τυπωμένη η πράσινη βούλα με την Άγκυρα και το Ξίφος.
Έσπασε με τον αντίχειρά του την κέρινη βούλα και ξεδίπλωσε τη σελίδα, κρατώντας τη με τρόπο που εμπόδιζε τον Μπέσλαν να δει τι ήταν γραμμένο. Βέβαια, λαμβάνοντας κανείς υπ' όψιν τη γνώμη του νεαρού για διάφορα ζητήματα, ίσως και να μην είχε σημασία. Σε κάθε περίπτωση, ο Ματ χάρηκε που τα μόνα μάτια τα οποία είδαν αυτό το κείμενο ήταν τα δικά του. Ωστόσο, η κάθε σειρά έκανε την καρδιά του να βουλιάζει όλο και περισσότερο.
Γλυκέ μου Ματ,
Έβαλα να φέρουν τα πράγματά σου στα διαμερίσματά μου. Έτσι είναι πιο βολικά. Μέχρι να επιστρέψεις, η Ρισέλ θα είναι στο παλιό σου δωμάτιο φροντίζοντας τον νεαρό Όλβερ. Φαίνεται πως απολαμβάνει τη συντροφιά της.
Έδωσα εντολή να έρθουν οι ράφτρες, για να σου πάρουν μέτρα. Πολύ θα μου άρεσε να παρακολουθήσω τη διαδικασία. Πρέπει να φοράς πιο κοντό πανωφόρι και καινούργιο παντελόνι, φυσικά. Έχεις υπέροχα οπίσθια. Δεν μου λες, παπάκι μου, ποια είναι αυτή η Κόρη των Εννέα Φεγγαριών που σε έκανα να θυμηθείς; Σκέφτηκα μερικούς καταπληκτικούς τρόπους ώστε να σε αναγκάσω να μου πεις.
Σχεδόν όλοι τον κοιτούσαν με προσμονή. Ο Λαν απλώς είχε στρέψει το βλέμμα του επάνω του, αλλά η ματιά του ήταν κάπως πιο φοβισμένη από των υπολοίπων. Είχε ένα βλέμμα σχεδόν... νεκρό.
«Η Βασίλισσα πιστεύει πως χρειάζομαι καινούργια ρούχα», είπε ο Ματ χώνοντας το σημείωμα στην τσέπη του πανωφοριού του. «Μου φαίνεται πως θα πάρω έναν υπνάκο». Τράβηξε το γείσο του καπέλου του πάνω στα μάτια του, αλλά δεν τα έκλεισε. Αφέθηκε να κοιτάει έξω από το παράθυρο, όπου η τραβηγμένη κουρτίνα άφηνε να περνούν στο εσωτερικό περιστασιακά συννεφάκια σκόνης. Άφηνε όμως να περνάει κι αέρας, κάτι πολύ καλύτερο από την κάψα της κλειστής άμαξας.
Η Μογκέντιεν κι η Τάυλιν. Από τις δύο, προτιμούσε να αντιμετωπίσει τη Μογκέντιεν. Άγγιξε την αλεπουδοκεφαλή που κρεμόταν στον ανοιχτό λαιμό της πουκαμίσας του. Αν μη τι άλλο, είχε κάποια προστασία απέναντί της. Ενάντια στην Τάυλιν, όμως, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο απ' αυτό που έκανε στην Κόρη των καταραμένων Εννέα Φεγγαριών, όποια κι αν ήταν αυτή. Αν δεν έβρισκε τρόπο να κάνει την Ηλαίην και τη Νυνάβε να φύγουν από το Έμπου Νταρ προτού πέσει η νύχτα, όλος ο κόσμος θα μάθαινε τα πάντα. Βλοσυρός, κατέβασε κι άλλο το καπέλο του. Αυτές οι φλογερές γυναίκες όντως τον έκαναν να φέρεται σαν κοριτσάκι. Φοβόταν πως, πολύ σύντομα, ίσως έβαζε τα κλάματα.