38
Έξι Πατώματα
Ο Ματ, αν μπορούσε, θα είχε βγει έξω, για να σπρώξει την άμαξα. Πίστευε πως θα έπρεπε να κινούνται πιο γρήγορα. Οι δρόμοι φωτίζονταν ήδη από τον ήλιο που δεν είχε ανέβει ακόμα ψηλά στον ουρανό, ενώ τα κάρα κι οι αραμπάδες άνοιγαν θορυβωδώς δρόμο μέσα από το πλήθος και τη σκόνη που αιωρούνταν στον αέρα. Παντού ακούγονταν φωνές και βρισιές, τόσο από τους καροτσέρηδες, όσο κι από αυτούς που τους ανάγκαζαν να παραμερίσουν. Ήταν τόσο πολλές οι φορτηγίδες με τα υψωμένα κατάρτια που γλιστρούσαν σε όλο το μήκος των καναλιών, ώστε θα μπορούσε κάποιος να περπατήσει σαν να επρόκειτο για κανονικό δρόμο, πατώντας από τη μία στην άλλη. Ένα θορυβώδες βουητό επικρεμόταν πάνω από τη λαμπερή άσπρη πόλη. Το Έμπου Νταρ έμοιαζε να προσπαθεί να προλάβει τον χαμένο χρόνο, όπως είχε γίνει και στο Ανώτατο Τσάσαλαϊν ή στη Γιορτή των Φώτων, και πολύ σωστά έκανε, αν σκεφτόταν κανείς πως το επόμενο βράδυ ήταν η Γιορτή της Χόβολης, ενώ, δύο μέρες μετά, η Μέρα του Μάντιν, προς τιμήν του ιδρυτή της Αλτάρα, κι η Γιορτή της Ημισελήνου την επόμενη νύχτα. Οι νότιοι φημίζονταν για τη φιλοπονία τους, αλλά ο Ματ πίστευε πως το έκαναν επειδή έπρεπε να εργαστούν σκληρά για να προλάβουν όλες τις γιορτές και τα πανηγύρια. Ήταν να απορεί κανείς πού έβρισκαν τη δύναμη.
Τελικά, οι άμαξες έφθασαν στο ποτάμι, παρατάχθηκαν σε μια από τις μακρόστενες πέτρινες αποβάθρες που εξείχαν μέχρι το νερό, κι είχαν σκαλοπάτια για να μεταφέρουν τα εμπορεύματα από τις βάρκες που έδεναν στο πλάι. Τοποθετώντας μια σχίζα σκουροκίτρινου τυριού και την άκρη από μια φραντζόλα ψωμί στην τσέπη του, ο Ματ έχωσε το καλάθι κάτω από το κάθισμα. Πεινούσε, αλλά κάποιος στην κουζίνα βιαζόταν πολύ φαίνεται. Το μεγαλύτερο μέρος του καλαθιού κατελάμβανε ένα πήλινο κιούπι γεμάτο στρείδια που οι μάγειροι είχαν ξεχάσει να μαγειρέψουν.
Ξεπέζεψε πίσω από τον Λαν κι άφησε τον Ναλέσεν και τον Μπέσλαν να βοηθήσουν τον Βάνιν και τους υπόλοιπους να κατέβουν από τις τελευταίες άμαξες. Σχεδόν μια ντουζίνα άντρες -ακόμα κι οι Καιρχινοί δεν ήταν και τόσο μικρόσωμοι- είχαν στριμωχτεί σαν μήλα σε βαρέλι κι, όταν βγήκαν έξω, είχαν μια άκαμπτη στάση. Ο Ματ προχώρησε μπροστά από τον Πρόμαχο, προς το μέρος της πρώτης άμαξας, με το ασανταρέι γερτό πάνω στον ώμο του. Η Νυνάβε κι η Ηλαίην θα έτρωγαν μια γερή κατσάδα, και δεν έδινε δεκάρα ποιος θα τους άκουγε. Προσπάθησαν να κρατήσουν μυστική την ύπαρξη της Μογκέντιεν! Για να μην αναφέρουμε τους δύο νεκρούς άντρες του! Θα τις έκανε να...! Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως ο Λαν πυργωνόταν πίσω του σαν πέτρινο άγαλμα, με το σπαθί περασμένο στον γοφό, κι άλλαξε κάπως τις σκέψεις του. Αν όχι η Νυνάβε, η Κόρη-Διάδοχος τουλάχιστον θα άκουγε κατσάδιασμα, επειδή του κρατούσε μυστικά.
Όταν έφθασε, βρήκε τη Νυνάβε να στέκεται στην αποβάθρα, δένοντας στο κεφάλι της το πλουμιστό καπέλο με τα μπλε φτερά και μιλώντας σε κάποιον στο εσωτερικό της άμαξας. «...θα προσπαθήσουμε βέβαια, αλλά ποιος να το έλεγε πως οι Θαλασσινοί θα απαιτούσαν κάτι τέτοιο, ακόμα κι εμπιστευτικά;»
«Μα, Νυνάβε», είπε η Ηλαίην καθώς κατέβαινε, κρατώντας στο χέρι της το πράσινο πλουμιστό καπέλο, «αν η περασμένη νύχτα ήταν τόσο υπέροχη όσο λες, γιατί παραπονιέσαι πως...;»
Τότε μόλις, αντιλήφθηκαν οι δυο τους την παρουσία του Ματ και του Λαν. Ειδικά του Λαν. Τα μάτια της Νυνάβε γούρλωναν ολοένα και περισσότερο, μοιάζοντας να καλύπτουν σχεδόν ολόκληρο το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της, που θα ντρόπιαζε και το καλύτερο δειλινό. Η Ηλαίην μαρμάρωσε, με το ένα πόδι πάνω στο σκαλοπάτι της άμαξας, κοιτώντας τον Πρόμαχο συνοφρυωμένη, λες και τις είχε πιάσει στα πράσα. Ωστόσο, το βλέμμα που έριξε ο Λαν στη Νυνάβε ήταν εντελώς ανέκφραστο και, παρ’ όλο που η Νυνάβε έμοιαζε έτοιμη να συρθεί κάτω από την άμαξα και να κρυφτεί, απέμεινε να κοιτάζει τον Λαν σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος στον κόσμο. Καταλαβαίνοντας πως το συνοφρύωμά της δεν είχε νόημα εκεί, η Ηλαίην κατέβηκε το σκαλοπάτι κι έκανε χώρο για να κατέβουν η Ρεάνε κι οι δύο Σοφές που μοιράζονταν μαζί της την άμαξα, η Ταμάρλα και μια γκριζομάλλα γυναίκα από τη Σαλδαία, ονόματι Τζανίρα. Η Κόρη-Διάδοχος, ωστόσο, δεν το έβαλε κάτω, όχι βέβαια. Έστρεψε το κατσούφιασμά της προς το μέρος του Ματ Κώθον, και μάλιστα εντονότερα αυτήν τη φορά. Εκείνος ρουθούνισε και κούνησε το κεφάλι του. Συνήθως, όταν μια γυναίκα έκανε λάθος, κατηγορούσε με μανία τον πλησιέστερο άντρα, με αποτέλεσμα αυτός τελικά να πιστεύει πως το λάθος ήταν δικό του. Σύμφωνα με την εμπειρία και τις αναμνήσεις του, παλιές και καινούργιες, μόνο σε δύο περιπτώσεις μια γυναίκα παραδέχτηκε ότι έκανε λάθος: όταν ήθελε απελπισμένα κάτι κι όταν χιόνιζε κατακαλόκαιρο.