Выбрать главу

Η Νυνάβε άδραξε την πλεξούδα της, αλλά έμοιαζε εντελώς αφηρημένη. Τα δάχτυλά της την ψηλάφισαν κι έπειτα αποτραβήχτηκαν. Κατόπιν, άρχισε να σφίγγει και να ξεσφίγγει τα χέρια της. «Λαν», άρχισε να λέει τρεμουλιαστά σχεδόν. «Δεν θέλω να νομίζεις ότι θα μιλούσα για...»

Ο Πρόμαχος τη διέκοψε με ήπιο τρόπο, υποκλινόμενος και προσφέροντάς της το μπράτσο του. «Βρισκόμαστε σε δημόσιο χώρο, Νυνάβε, αλλά, αν παρ' όλ' αυτά θες να πεις κάτι, πες το. Μπορώ να σε συνοδεύσω στη βάρκα;»

«Ναι», αποκρίθηκε αυτή, νεύοντας τόσο ζωηρά που το καπέλο κόντεψε να πέσει από το κεφάλι της. Το ίσιωσε βιαστικά και με τα δύο χέρια. «Ναι, βρισκόμαστε σε δημόσιο χώρο. Μπορείς να με συνοδεύσεις». Έπιασε το μπράτσο του, ενώ στο πρόσωπό της χαραζόταν μια γαλήνια έκφραση. Μάζεψε τον μανδύα για τη σκόνη με το ελεύθερο χέρι της κι άρχισε να τον σέρνει σχεδόν από την προκυμαία προς την αποβάθρα.

Ο Ματ αναρωτήθηκε μήπως ήταν άρρωστη. Απολάμβανε να τη βλέπει να κάνει του κεφαλιού της, αλλά η γυναίκα δεν του έδινε συχνά αυτή την ευκαιρία. Οι Άες Σεντάι δεν μπορούσαν να Θεραπευτούν μόνες τους. Ίσως να έπρεπε να πει στην Ηλαίην να προσέχει τη Νυνάβε, γιατί κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο ίδιος απέφευγε τη Θεραπεία σαν τον θάνατο ή τον γάμο, αλλά φαίνεται πως άλλοι άνθρωποι σκέφτονταν διαφορετικά. Πρώτ' απ' όλα, όμως, έπρεπε να πει μερικά λογάκια σχετικά με τα μυστικά.

Ανοίγοντας το στόμα του για να μιλήσει, ύψωσε ένα προειδοποιητικό δάχτυλο...

...κι η Ηλαίην τον χτύπησε στο στήθος με το δικό της δάχτυλο, σκυθρωπή κάτω από το πλουμιστό καπέλο και τόσο ψυχρή, που ο Ματ αισθάνθηκε σαν να τον άγγιζε πάγος. «Η Αφέντρα Κόρλυ», είπε η Ηλαίην με την παγερή φωνή μιας βασίλισσας έτοιμης να ανακοινώσει μια δικαστική απόφαση, «εξήγησε σε μένα και στη Νυνάβε τη σημασία αυτών των κόκκινων λουλουδιών μέσα στο καλάθι, τα οποία είχες τουλάχιστον τη διακριτικότητα να κρύψεις».

Το πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε πιο πολύ κι από της Νυνάβε. Λίγα βήματα πιο κάτω, η Ρεάνε Κόρλυ κι οι άλλες δύο έδεναν τα καπέλα κάτω από το σαγόνι τους και τακτοποιούσαν τα φορέματά τους, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι γυναίκες κάθε φορά που σηκώνονταν ή που έκαναν τρία βήματα. Βέβαια, μολονότι η προσοχή τους ήταν στραμμένη στα ρούχα τους, έριχναν πού και πού φευγαλέες ματιές προς τη μεριά του, ματιές που δεν έκρυβαν ούτε αποδοκιμασία ούτε έκπληξη. Ο ίδιος δεν ήξερε καν πως τα καταραμένα τα λουλούδια σήμαιναν κάτι! Δέκα ηλιοβασιλέματα δεν θα μπορούσαν να συναγωνιστούν το πρόσωπό του.

«Λοιπόν!» Η Ηλαίην μιλούσε χαμηλόφωνα, ίσα-ίσα για να την ακούει αυτός, αλλά ο τόνος της φωνής της έσταζε αηδία και περιφρόνηση. Τράβηξε παράμερα τον μανδύα της, για να μην ακουμπήσει επάνω του. «Είναι αλήθεια! Δεν θα το πίστευα ποτέ! Ούτε κι η Νυνάβε θα το πίστευε, είμαι σίγουρη. Όποια υπόσχεση σου έδωσα ακυρώνεται! Δεν πρόκειται να τηρήσω υποσχέσεις απέναντι σε έναν άντρα που γλυκοκοιτάζει μια γυναίκα, οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά ειδικά όταν πρόκειται για μια Βασίλισσα που του πρόσφερε...»

«Εγώ να γλυκοκοιτάξω αυτήν!» φώναξε ο Ματ. Ή, μάλλον, προσπάθησε να φωνάξει, γιατί πνίγηκε κι η φωνή του βγήκε σαν ξεφύσημα.

Αρπάζοντας την Ηλαίην από τον ώμο την τράβηξε σε μακριά από τις άμαξες. Διάφοροι εργάτες χωρίς πουκαμίσες και με πράσινα πέτσινα ρούχα προχωρούσαν πάνω κάτω, κουβαλώντας στους ώμους τους σακιά ή κυλώντας βαρέλια στην προβλήτα. Μερικοί έσπρωχναν χαμηλά καροτσάκια φορτωμένα με καφάσια, σε αρκετή απόσταση από τις άμαξες. Η Βασίλισσα της Αλτάρα μπορεί να μην είχε μεγάλη ισχύ, αλλά η σφραγίδα της στην πόρτα κάποιας άμαξας ήταν ένδειξη πως οι απλοί πολίτες έπρεπε να παραμερίσουν. Ο Ναλέσεν με τον Μπέσλαν συζητούσαν καθώς οδηγούσαν του Κοκκινόχερους στην αποβάθρα, ενώ ο Βάνιν ακολουθούσε ξοπίσω τους κοιτώντας σκυθρωπά το τρικυμιώδες ποτάμι. Ισχυριζόταν ότι είχε ευαίσθητο στομάχι, όσον αφορούσε στα πλωτά μέσα. Οι Σοφές κι από τις δύο άμαξες είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τη Ρεάνε, παρακολουθώντας, χωρίς να είναι σε απόσταση ακοής. Ο Ματ, ωστόσο, μίλησε ψιθυριστά καλού κακού.

«Άκουσέ με! Η γυναίκα αυτή δεν σηκώνει αντιρρήσεις. Της είπα όχι κι εκείνη γέλασε στα μούτρα μου. Κόντεψε να με κάνει να λιμοκτονήσω, με φοβέρισε, με κυνήγησε σαν να ήμουν ελαφάκι! Έχει πιο δυναμική κι από έξι γυναίκες μαζί. Με απείλησε πως θα έβαζε τις υπηρέτριες να με γδύσουν, αν δεν την άφηνα να...» Ξαφνικά, συνειδητοποίησε τι έλεγε και σε ποιον το έλεγε. Κατάφερε να κλείσει το στόμα του προτού καταπιεί καμιά μύγα. Η προσοχή του αποσπάστηκε από το μαύρο μεταλλικό κοράκι που αποτελούσε τη διακόσμηση της λαβής του ασανταρέι, κι έτσι δεν χρειάστηκε να την κοιτάξει κατάματα. «Με όλα αυτά, θέλω να πω ότι δεν καταλαβαίνεις», μουρμούρισε. «Συμβαίνει το αντίθετο απ' όσα νομίζεις». Ρίσκαρε να της ρίξει μια ματιά κάτω από το γείσο του καπέλου του.