Ένα αδρό κοκκίνισμα απλώθηκε στα μάγουλά της, αλλά το πρόσωπό της σοβάρεψε σαν μαρμάρινη προτομή. «Φαίνεται πως... μάλλον σε παρεξήγησα», είπε σοβαρά. «Κακό αυτό... για την Τάυλιν». Ο Ματ είχε την εντύπωση πως τα χείλη της έτρεμαν. «Σκέφτηκες ποτέ να εξασκηθείς στο χαμόγελο μπροστά σε έναν καθρέφτη, Ματ;»
Ο άντρας βλεφάρισε κεραυνοβολημένος. «Τι πράγμα;» «Άκουσα από αξιόπιστες πηγές ότι αυτό κάνουν οι νεαρές γυναίκες που θέλουν να τραβήξουν το βλέμμα ενός βασιλιά». Κάτι έσπασε τη νηφαλιότητα της φωνής της κι, αυτή τη φορά, τα χείλη της όντως τρεμούλιασαν. «Μπορείς να προσπαθήσεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου επίσης». Η Ηλαίην δάγκωσε το κάτω χείλος της και γύρισε να φύγει, με τους ώμους της να ανεβοκατεβαίνουν και τον μανδύα για τη σκόνη να ανεμίζει πίσω της καθώς έσπευδε προς την αποβάθρα. Προτού βγει από το βεληνεκές της ακοής του, την άκουσε να καγχάζει και να λέει κάτι σαν «τον πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα». Η Ρεάνε κι οι Σοφές την ακολούθησαν κατά πόδας, μοιάζοντας με ένα κοπάδι χήνες που ακολουθούν ένα κοτοπουλάκι αντί να συμβαίνει το αντίθετο. Οι ελάχιστοι γυμνόστηθοι βαρκάρηδες που βρίσκονταν έξω από τις βάρκες τους, σταμάτησαν να τυλίγουν τα σχοινιά ή ό,τι άλλο έκαναν, κι έσκυψαν τα κεφάλια με σεβασμό καθώς η πομπή περνούσε από μπροστά τους.
Ο Ματ έβγαλε το καπέλο του και σκέφτηκε να το πετάξει κάτω και να αρχίσει να το ποδοπατά. Γυναίκες! Κακώς περίμενε οίκτο εκ μέρους τους. Πόσο θα ήθελε να στραγγαλίσει την καταραμένη την Κόρη-Διάδοχο. Γιατί όχι και τη Νυνάβε μαζί; Μόνο που δεν τολμούσε να το κάνει. Είχε δώσει υποσχέσεις. Κι εκείνα τα ζάρια εξακολουθούσαν να αναδεύονται στο κρανίο του. Κι ίσως κάποιος από τους Αποδιωγμένους τριγυρνούσε στα πέριξ. Ξαναφόρεσε το καπέλο του κι άρχισε να κατηφορίζει την αποβάθρα. Προσπέρασε τις Σοφές και πρόλαβε την Ηλαίην, η οποία προσπαθούσε ακόμα να συγκρατήσει το νευρικό της γέλιο, αλλά, κάθε φορά που έστρεφε τη ματιά της προς το μέρος του, τα μάγουλά της φούντωναν ξανά και το γέλιο επανερχόταν.
Ο Ματ κοιτούσε ευθεία μπροστά. Καταραμένες γυναίκες! Καταραμένες υποσχέσεις. Μετακίνησε κάπως το καπέλο του, για να ελευθερώσει το πέτσινο λουρί γύρω από τον λαιμό του, και της το έδωσε απρόθυμα. Η ασημένια αλεπουδοκεφαλή ταλαντεύτηκε μέσα στην παλάμη του. «Πρέπει να αποφασίσετε με τη Νυνάβε ποια θα το φοράει. Αλλά το θέλω πίσω όταν φύγουμε από το Έμπου Νταρ. Κατανοητό; Τη στιγμή της αναχώρησης μας...»
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι περπατούσε μοναχός του. Στράφηκε κι είδε την Ηλαίην να στέκεται ακίνητη δύο βήματα πιο πίσω, ατενίζοντάς τον, με τη Ρεάνε και τις υπόλοιπες μαζεμένες πίσω της.
«Τι έγινε πάλι;» τη ρώτησε απαιτητικά. «Α. ναι, γνωρίζω τα πάντα σχετικά με τη Μογκέντιεν». Ένα κοκαλιάρης τύπος με πορφυρές πέτρες στα μπρούντζινα στρογγυλά σκουλαρίκια του, που έσκυβε πάνω από ένα αγκυροβόλι, τινάχτηκε τόσο απότομα στο άκουσμα αυτού του ονόματος, που έπεσε μέσα στο νερό αφήνοντας μια δυνατή κραυγή κι έναν ακόμα δυνατότερο παφλασμό. Αλλά ο Ματ δεν έδινε δεκάρα ποιος τον είχε ακούσει και ποιος όχι. «Προσπάθησες να μου το κρατήσεις μυστικό -όπως επίσης και τον θάνατο των δύο αντρών μου!-παρά την υπόσχεση σου. Τέλος πάντων, θα μιλήσουμε αργότερα γι' αυτό. Υποσχέθηκα κι εγώ κάτι. Υποσχέθηκα να προστατεύσω τη ζωή και των δυο σας. Αν εμφανιστεί η Μογκέντιεν, εσάς θα κυνηγήσει. Να, πάρε». Έτεινε ξανά το μενταγιόν προς το μέρος της.
Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι της αργά, μπερδεμένη, και στράφηκε να μουρμουρίσει κάτι στη Ρεάνε. Μόνο όταν οι γηραιότερες γυναίκες πήραν τον δρόμο προς την κατεύθυνση της Νυνάβε, η οποία του ένευε από την κορυφή των σκαλοπατιών μιας βάρκας, πήρε η Ηλαίην την αλεπουδοκεφαλή κι άρχισε να την περιεργάζεται με τα δάχτυλά της.
«Έχεις ιδέα τι θα μπορούσα να κάνω, για να μπορέσω να το μελετήσω αυτό;» τον ρώτησε σιγανά. «Έχεις την παραμικρή ιδέα;» Ήταν αρκετά ψηλή για γυναίκα, αλλά και πάλι έπρεπε να κοιτάζει προς τα επάνω για να τον δει. Θα μπορούσε να μην τον είχε δει ποτέ στο παρελθόν. «Είσαι ένας φορτικός άντρας, Ματ Κώθον. Η Λίνι θα έλεγε πως επαναλαμβάνομαι, αλλά εσύ...!» Ξεφυσώντας, η Ηλαίην άπλωσε το χέρι της να του τραβήξει το καπέλο και πέρασε το λουρί πάνω από το κεφάλι του. Στην πραγματικότητα, έχωσε την αλεπουδοκεφαλή μέσα στην πουκαμίσα του, χτυπώντας την ανάλαφρα, πριν του δώσει πίσω το καπέλο. «Δεν πρόκειται να το φορέσω από τη στιγμή που η Νυνάβε ή η Αβιέντα δεν έχουν επάνω τους κάτι παρόμοιο. Νομίζω πως κι εκείνες θα έκαναν την ίδια σκέψη. Κράτα το. Σε τελική ανάλυση, θα είναι δύσκολο να τηρήσεις την υπόσχεσή σου, αν η Μογκέντιεν σκοτώσει εσένα. Πάντως, δεν πιστεύω πως είναι εδώ πια. Νομίζει πως σκότωσε τη Νυνάβε, και δεν θα με εξέπληττε, αν αυτός ήταν ο αρχικός και μοναδικός σκοπός της. Παρ' όλ' αυτά, πρέπει να προσέχεις πολύ. Η Νυνάβε λέει ότι έρχεται θύελλα, και δεν εννοεί αυτόν τον άνεμο. Εγώ...» Το αμυδρό κοκκίνισμα επέστρεψε στα μάγουλά της. «Συγγνώμη που γέλασα μαζί σου». Καθάρισε τον λαιμό της και κοίταξε αλλού. «Μερικές φορές ξεχνώ το καθήκον μου απέναντι στους δικούς μου κι εσύ ανήκεις σε αυτούς που αξίζουν πολλά, Μάτριμ Κώθον. Θα φροντίσω να καταλάβει η Νυνάβε τη... τη σχέση ανάμεσα σε σένα και στην Τάυλιν. Ίσως μπορέσουμε να βοηθήσουμε».