«Μπέσλαν, υπάρχει περίπτωση να ξεσπάσει η θύελλα πριν προλάβουμε να γυρίσουμε από το Ράχαντ;» Δάγκωσε μια μπουκιά από το τυρί με την αψιά γεύση· είχαν πενήντα διαφορετικά είδη τυριού στο Έμπου Νταρ, όλα νόστιμα. Η Νυνάβε εξακολουθούσε να είναι κρεμασμένη στην κουπαστή. Μα, πόσο είχε φάει για πρωινό αυτή η γυναίκα; «Δεν ξέρω πού μπορούμε να βρούμε καταφύγιο, αν μας προλάβει η μπόρα». Δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε ένα πανδοχείο στο Ράχαντ που θα μπορούσε να πάει τις γυναίκες.
«Δεν θα ξεσπάσει θύελλα», είπε ο Μπέσλαν, ακουμπώντας κι αυτός στο κιγκλίδωμα. «Αυτοί εδώ είναι οι αληγείς χειμωνιάτικοι άνεμοι. Έρχονται δύο φορές τον χρόνο, προς το τέλος του χειμώνα και του καλοκαιριού, αλλά πρέπει να φυσήξουν πολύ δυνατότερα για να ξεσπάσει θύελλα». Έριξε ένα ξινό βλέμμα προς τη μεριά του κόλπου. «Κάθε χρόνο αυτοί οι άνεμοι φέρνουν —έφερναν— πλοία από το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν. Αναρωτιέμαι αν θα ξαναέρθουν ποτέ».
«Ο Τροχός υφαίνει», άρχισε να λέει ο Ματ, αλλά πνίγηκε με ένα κομμάτι τυρί. Μα το αίμα και τις στάχτες, είχε αρχίσει να ακούγεται σαν κάποιος γκριζομάλλης που ανακουφίζει τις πονεμένες του αρθρώσεις μπροστά στο τζάκι. Ανησυχούσε κατά πόσον θα είχε τη δυνατότητα να πάει τις γυναίκες σε κάποιο πανδοχείο της κακιάς ώρας. Ένα χρόνο πριν, ίσως και λιγότερο, θα τις πήγαινε χωρίς να τον νοιάζει, και θα γελούσε όταν εκείνες θα κοιτούσαν το μέρος με γουρλωτά μάτια, θα γελούσε με τη σεμνοτυφία και την περιφρόνηση που θα έδειχναν. «Τέλος πάντων, ίσως βρούμε στο Ράχαντ κάτι για να διασκεδάσεις. Αν μη τι άλλο, όλο και κάποιος θα προσπαθήσει να βουτήξει κανένα πουγκί ή να αρπάξει το περιδέραιο της Ηλαίην». Ίσως να χρειαζόταν κάτι τέτοιο, για να καθαρίσει τη γεύση της νηφαλιότητας από τη γλώσσα του. Νηφαλιότητα. Μα το Φως, λέξη κι αυτή που να ταιριάζει στον Ματ Κώθον! Μάλλον είχε αρχίσει να μαραζώνει, πράγμα που σήμαινε πως η Τάυλιν τον είχε φοβίσει περισσότερο απ' όσο φανταζόταν. Ίσως να είχε ανάγκη λίγη από τη διασκέδαση του Μπέσλαν. Ήταν τρελό -ποτέ του δεν είχε παρευρεθεί σε μάχη στην οποία δεν τα είχε βγάλει πέρα- αλλά μπορεί να...
Ο Μπέσλαν κούνησε το κεφάλι του. «Αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να φροντίσει γι' αυτό, είσαι εσύ, αλλά... Θα είμαστε παρέα με εφτά Σοφές, Ματ. Εφτά. Μία μονάχα από δαύτες να είναι πλάι σου, είναι αρκετή για να χτυπήσεις κάποιον, ακόμα και στο Ράχαντ, κι αυτός να καταπιεί τη γλώσσα του και να το βάλει στα πόδια. Και τις γυναίκες πού τις βάζεις; Δεν έχει πλάκα να πας να φιλήσεις μια γυναίκα χωρίς τον κίνδυνο να σου καρφώσει ένα μαχαίρι στα πλευρά, έτσι δεν είναι;»
«Που να καεί η ψυχή μου», μουρμούρισε ο Ναλέσεν χαϊδεύοντας τη γενειάδα του. «Μου φαίνεται πως αδίκως σηκώθηκα από το κρεβάτι σήμερα».
Ο Μπέσλαν συγκατένευσε με συμπόνια. «Αν είμαστε τυχεροί, ωστόσο... Η Αστική Φρουρά κάνει πού και πού περιπολίες στο Ράχαντ και, στην περίπτωση που κυνηγούν λαθρεμπόρους, είναι ντυμένοι σαν κοινοί αστοί. Φαίνεται, νομίζουν ότι κανείς δεν θα προσέξει μια ντουζίνα —ή και περισσότερους— άντρες με ξίφη, άσχετα από το τι φορούν, κι αιφνιδιάζονται, άμα τύχει να τους στήσουν ενέδρα οι λαθρέμποροι, πράγμα που συμβαίνει σχεδόν πάντα. Αν η τύχη του Ματ, ως τα'βίρεν, λειτουργήσει υπέρ ημών, μπορεί να μας θεωρήσουν άντρες της Αστικής Φρουράς, και κάποιοι λαθρέμποροι ίσως μας επιτεθούν πριν ακόμα διακρίνουν τις κόκκινες ζώνες». Το πρόσωπο του Ναλέσεν έλαμψε κι έτριψε τις παλάμες του ευχαριστημένος.
Ο Ματ τους αγριοκοίταξε. Ίσως δεν είχε ανάγκη από το είδος της διασκέδασης που επεδίωκε ο Μπέσλαν. Αν μη τι άλλο, είχε περάσει ήδη από αρκετές γυναίκες με μαχαίρια. Η Νυνάβε κρεμόταν ακόμα από τα πλευρά της βάρκας. Καλά να πάθει, να μάθει να μην μπουκώνεται με φαΐ. Κατάπιε το τελευταίο κομμάτι τυρί και βάλθηκε να ασχολείται με το ψωμί, προσπαθώντας να αγνοήσει τα ζάρια μέσα στο κεφάλι του. Ένα άνετο ταξίδι, δίχως προβλήματα, δεν ακουγόταν διόλου άσχημα. Ένα ταξίδι γοργό, με μια αστραπιαία αναχώρηση από το Έμπου Νταρ.
Το Ράχαντ ήταν ακριβώς όπως το θυμόταν, κι ενσάρκωνε όλους τους φόβους του Μπέσλαν. Ο άνεμος έκανε επικίνδυνο το σκαρφάλωμα στα ραγισμένα γκρίζα και πέτρινα σκαλοπάτια της προκυμαίας, και λίγο μετά χειροτέρεψε. Παντού υπήρχαν διώρυγες, όπως ακριβώς και στο ποτάμι, αλλά εδώ οι γέφυρες ήταν ανεπιτήδευτες, με τα ρυπαρά λίθινα παραπέτα σπασμένα και διαλυμένα. Οι μισές διώρυγες ήταν γεμάτες βούρκο, τόσο που τα αγόρια τις διέσχιζαν θαμμένα μέχρι τη μέση, ενώ πουθενά δεν φαινόταν κάποιο πλοιάριο. Ψηλά κτήρια στριμώχνονταν το ένα πλάι στο άλλο, ογκώδεις κατασκευές με τραχιές επιφάνειες που κάποτε ήταν λευκός γύψος και που είχε χαθεί πια, σχηματίζοντας τώρα τεράστιες μπαλωματιές που άφηναν να φανεί το σάπιο πορφυρό κεραμικό. Ξεπηδούσαν πλευρικά των στενών δρόμων με τα ραγισμένα λιθόστρωτα, όπου τα συντρίμμια δεν είχαν μαζευτεί ακόμα. Οι ακτίνες του πρωινού ήλιου δεν έφταναν στις σκιές των κτηρίων. Ακάθαρτες μπουγάδες κρέμονταν για να στεγνώσουν ανά τρία παράθυρα, με εξαίρεση μόνο τα άδεια κτίσματα, τα παράθυρα των οποίων έχασκαν σαν τις άδειες οφθαλμικές κόγχες ενός απογυμνωμένου κρανίου. Μια γλυκερή οσμή αποσύνθεσης πλανιόταν στον αέρα. Ήταν τα διάφορα σκεύη στα δωμάτια, που είχαν μείνει παρατημένα από τον περασμένο μήνα, και τα πανάρχαια σκουπίδια, που αποσυντίθονταν εκεί που τα είχαν πετάξει. Για κάθε μύγα που υπήρχε από την άλλη όχθη του Έλνταρ, εδώ υπήρχαν εκατό που βούιζαν και σχημάτιζαν πρασινωπά και μπλε νέφη. Εντόπισε την ξεφλουδισμένη γαλάζια πόρτα του Χρυσού Στέμματος του Ουρανού κι ανατρίχιασε στην ιδέα ότι θα έπρεπε να φέρει εκεί τις γυναίκες σε περίπτωση που ξεσπούσε η καταιγίδα, παρά τα όσα του είχε αναφέρει ο Μπέσλαν. Κατόπιν, αισθάνθηκε ένα ρίγος, επειδή ακριβώς είχε ανατριχιάσει. Κάτι τού συνέβαινε και δεν του άρεσε καθόλου.