Η Νυνάβε κι η Ηλαίην επέμεναν να περάσουν επικεφαλής, με τη Ρεάνε ανάμεσά τους και τις Σοφές να τις ακολουθούν. Ο Λαν έμεινε πάνω από τον ώμο της Νυνάβε σαν κυνηγόσκυλο, με το χέρι στη λαβή του σπαθιού και το βλέμμα να ανιχνεύει τριγύρω ακτινοβολώντας απειλή. Η αλήθεια ήταν πως, από μόνος του, αποτελούσε ικανοποιητική προστασία για δυο ντουζίνες χαριτωμένα κοριτσόπουλα που θα κουβαλούσαν σακιά με χρυσάφι, ακόμα κι εδώ, αλλά ο Ματ επέμενε ο Βάνιν κι οι υπόλοιποι να έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα. Ο πρώην αλογοκλέφτης και λαθροκυνηγός βρισκόταν τόσο κοντά στην Ηλαίην, που δικαιολογημένα θα σκεφτόταν κάποιος πως ήταν ο Πρόμαχός της, καίτοι παχουλός και ταλαίπωρος. Ο Μπέσλαν έκανε μια χαρακτηριστική γκριμάτσα, ακούγοντας τις συμβουλές του Ματ, ενώ ο Ναλέσεν χάιδεψε το γένι του νευριασμένος και μουρμούρισε ότι θα ήταν πολύ καλύτερα, αν είχε παραμείνει στο κρεβάτι του.
Άνθρωποι περιδιάβαιναν στους δρόμους γεμάτοι υπεροψία, χωρίς πουκαμίσες και φορώντας συχνά κουρελιασμένα γιλέκα, μεγάλους μπρούντζινους χαλκάδες στα αυτιά και μπρούντζινα δαχτυλίδια με πολύχρωμο γυαλί, έχοντας ένα ή δύο μαχαίρια περασμένα στις ζώνες τους. Με τις παλάμες να αιωρούνται λίγα εκατοστά από τις λαβές των μαχαιριών, κοιτούσαν τριγύρω, σαν να προκαλούσαν τους περαστικούς να τους δώσουν κάποια αφορμή. Άλλοι ενέδρευαν από γωνία σε γωνία, από πόρτα σε πόρτα, με τα μάτια καλυμμένα, μιμούμενοι τα κοκαλιάρικα σκυλιά που γρύλιζαν μέσα από τις σκοτεινές αλέες, τόσο στενές, που με το ζόρι χωρούσε να περάσει ένας άντρας. Στηρίζονταν στα μαχαίρια τους, και δεν υπήρχε τρόπος να πεις ποιος από εκείνους θα το έβαζε στα πόδια και ποιος θα σε κάρφωνε. Εν γένει, οι γυναίκες έκαναν τους άντρες να φαίνονται ταπεινοί, έτσι όπως παρήλαυναν, με τα φθαρμένα τους ρούχα και φορώντας πολύ περισσότερα στολίδια. Κουβαλούσαν μαχαίρια, επίσης, και τα τολμηρά σκοτεινά τους βλέμματα έστελναν προς κάθε κατεύθυνση κάθε είδους πρόκληση. Σε γενικές γραμμές, το Ράχαντ ήταν το μέρος όπου όποιος φορούσε μεταξωτά δεν είχε ελπίδες να κάνει ούτε δέκα βήματα χωρίς να δεχτεί κάποιο χτύπημα στο κεφάλι. Με βάση αυτά, το μόνο που μπορούσαν να ελπίζουν ήταν να ξυπνήσουν απογυμνωμένοι και παραπεταμένοι σε κάποιο χαντάκι ανάμεσα σε σωρούς σκουπιδιών, μια κι η εναλλακτική λύση ήταν να μην ξυπνήσουν καθόλου. Όμως...
Από κάθε δεύτερη πόρτα που περνούσαν ξεπετάγονταν παιδιά, κρατώντας θρυμματισμένα κύπελλα από κεραμικό, γεμάτα νερό, σταλμένα από τους γονείς τους σε περίπτωση που διψούσαν οι Σοφές. Άντρες με βλογιοκομμένες φάτσες και με τον φόνο να αντανακλάται στα μάτια τους κοιτούσαν έκπληκτοι τις εφτά Σοφές και υποκλίνονταν βιαστικά, ρωτώντας ευγενικά αν μπορούσαν να βοηθήσουν σε κάτι ή αν χρειαζόταν να κουβαλήσουν κάτι βαρύ. Γυναίκες εξίσου βλογιοκομμένες, με βλέμματα που θα έκαναν την Τάυλιν να δειλιάσει, έσκυβαν αμήχανα το κεφάλι τους, ρωτώντας σχεδόν χωρίς ανάσα αν μπορούσαν να τους δώσουν οδηγίες, κι αν κάποιος είχε μπει στον κόπο να φέρει εδώ τόσο πολλές Σοφές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό που υπονοούσαν ήταν πως το μόνο που είχαν να κάνουν η Ταμάρλα κι οι υπόλοιπες ήταν να αναφέρουν ένα όνομα.
Ωστόσο, αγριοκοίταζαν τους στρατιώτες, με ματιές γεμάτες μοχθηρία, αλλά ακόμα κι η πιο σκληροτράχηλη από δαύτες δείλιαζε μόλις συναντούσε τη ματιά του Λαν. Και του Βάνιν, παραδόξως. Μερικοί από τους άντρες μούγκριζαν προς τη μεριά του Μπέσλαν και του Ναλέσεν, όποτε το μάτι τους έπεφτε στο βαθύ ντεκολτέ κάποιας γυναίκας. Μάλιστα, κάποιοι γρύλιζαν και στον Ματ, αν και δεν καταλάβαινε γιατί. Αντίθετα με τους άλλους δύο, δεν διέτρεχε τον κίνδυνο να πέσει η ματιά του στο μπροστινό μέρος του ρούχου μιας γυναίκας. Ήξερε πώς να κοιτάζει διακριτικά. Κανείς δεν πρόσεχε τη Νυνάβε και την Ηλαίην, παρά τα φανταχτερά τους ρούχα, όπως και τη Ρεάνε με το κόκκινο μάλλινο της. Μπορεί να μη φορούσαν την κόκκινη ζώνη, αλλά είχαν την προστασία της. Ο Ματ συνειδητοποίησε πως ο Μπέσλαν είχε δίκιο. Ακόμα κι αν άδειαζε το πουγκί του στον δρόμο, κανείς δεν θα τολμούσε να απλώσει χέρι ούτε σε ένα νόμισμα όσο ήταν παρούσες οι Σοφές. Μπορούσε να τσιμπήσει τα πισινά οποιασδήποτε γυναίκας, κι εκείνη, ακόμα κι αν πάθαινε αποπληξία, θα έφευγε χωρίς άλλη αντίδραση.