«Τι ευχάριστη βόλτα», είπε ξερά ο Ναλέσεν. «Τι ενδιαφέρον τοπίο και πόσο ωραίες μυρωδιές. Σου είπα πως δεν κοιμήθηκα καλά χτες το βράδυ, Ματ;»
«Θες να πεθάνεις στο κρεβάτι;» μούγκρισε ο Ματ. Ωστόσο, θα μπορούσαν όλοι τους να συνεχίσουν τον ύπνο τους, μια και το σίγουρο ήταν πως εδώ δεν χρησίμευαν σε τίποτα. Ο Δακρυνός ρουθούνισε αγανακτισμένος. Ο Μπέσλαν γέλασε, αλλά μάλλον νόμιζε πως ο Ματ εννοούσε κάτι άλλο.
Διέσχισαν όλο το Ράχαντ, μέχρι που η Ρεάνε σταμάτησε μπροστά σε ένα κτήριο ολόιδιο με τα υπόλοιπα, με ξεφλουδισμένους σοβάδες και με ραγισμένα τούβλα. Ήταν το ίδιο κτήριο που είχε βρεθεί ο Ματ ακολουθώντας χτες μια γυναίκα. Από τα παράθυρα δεν κρέμονταν μπουγάδες. Μόνο αρουραίοι ζούσαν εκεί. «Εδώ είμαστε», είπε η γυναίκα.
Η ματιά της Ηλαίην σκαρφάλωσε αργά στην οροφή. «Έξι», μουρμούρισε ικανοποιημένη.
«Έξι», αναστέναξε κι η Νυνάβε, κι η Ηλαίην τη χτύπησε μαλακά και συμπονετικά στο χέρι, λες κι ήθελε να της δείξει πόσο την κατανοούσε.
«Δεν ήμουν και τόσο σίγουρη», είπε. Η Νυνάβε χαμογέλασε και της ανταπέδωσε τη χειρονομία. Ο Ματ εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τίποτα. Λοιπόν, το κτήριο είχε έξι πατώματα. Οι γυναίκες συμπεριφέρονταν παράξενα μερικές φορές ή, μάλλον, τις περισσότερες φορές.
Στο εσωτερικό υπήρχε ένας μακρύς διάδρομος, καλυμμένος εξ ολοκλήρου με σκόνη, ο οποίος διέτρεχε το κτίσμα μέχρι το πίσω μέρος, με το άλλο του άκρο να χάνεται στις σκιές. Ελάχιστες από τις εισόδους είχαν πόρτες, κι αυτές δεν ήταν παρά πρόχειρες σανίδες. Ένα άνοιγμα, στο ένα τρίτο περίπου του διαδρόμου, οδηγούσε σε μια στενή σκάλα με απότομα πέτρινα σκαλοπάτια που ανέβαιναν κάπου ψηλότερα. Αυτή την πορεία είχε πάρει προχτές, ακολουθώντας τα ίχνη πάνω στη σκόνη, αν και πίστευε πως κάποια από τα άλλα ανοίγματα δεν ήταν παρά διασταυρώσεις. Δεν είχε βρει τον χρόνο να ρίξει μια ματιά τριγύρω. Το κτήριο είχε μεγάλο μήκος και πλάτος για να υπάρχει μόνο μία είσοδος.
«Δεν μου λες, Ματ», είπε η Νυνάβε, μόλις ο άντρας ανέθεσε στον Χάρναν και στους μισούς Κοκκινόχερους να δουν αν υπάρχει κάποια πίσω πόρτα και να τη φρουρήσουν. Ο Λαν στεκόταν τόσο κοντά της, που θα έλεγε κανείς πως ήταν κολλημένος επάνω της. «Δεν βλέπεις πως δεν υπάρχει λόγος;»
Ο τόνος της φωνής της ήταν τόσο ήπιος, που η Ηλαίην ήταν έτοιμη να της ξεφουρνίσει την αλήθεια για την Τάυλιν, αλλά, αν μη τι άλλο, θα έκανε τον Ματ να αισθανθεί πολύ άσχημα. Δεν ήθελε να μάθει κανείς τίποτα. Ναι, μπορεί να μην είχε νόημα! Αυτά τα ζάρια, ωστόσο, εξακολουθούσαν να κροταλίζουν μέσα στο κεφάλι του. «Ίσως αρέσουν οι πίσω πόρτες στη Μογκέντιεν», είπε ξερά. Ένας τσιριχτός ήχος ακούστηκε από τη σκοτεινή άκρη του διαδρόμου, κι ένας από τους άντρες που βρίσκονταν μαζί με τον Χάρναν έφτυσε μια βρισιά για τους αρουραίους.
«Του το είπες», φώναξε έξαλλη η Νυνάβε προς το μέρος του Λαν, με το ένα χέρι να πιάνει σφικτά την πλεξούδα της.
Η φωνή της Ηλαίην ήταν γεμάτη οργή. «Η στιγμή δεν είναι κατάλληλη για τσακωμούς, Νυνάβε. Το Κύπελλο βρίσκεται εκεί πάνω! Το Κύπελλο των Ανέμων!» Μια μικρή σφαίρα φωτός εμφανίστηκε ξαφνικά κι αιωρήθηκε μπροστά της. Δίχως να περιμένει να δει αν η Νυνάβε ερχόταν ξοπίσω της, σήκωσε τη φούστα της κι όρμησε στα σκαλοπάτια. Ο Βάνιν έτρεξε από πίσω, εντυπωσιακά γρήγορα για τον όγκο του, ακολουθούμενος από τη Ρεάνε κι από τις περισσότερες Σοφές. Η στρογγυλοπρόσωπη Σουμέκο κι η Ιέιν, ψηλή, σκουρόχρωμη και χαριτωμένη, παρά τις ρυτίδες στις γωνίες των ματιών της, δίστασαν και παρέμειναν με τη Νυνάβε.
Ο Ματ θα ανέβαινε επίσης, αν η Νυνάβε κι ο Λαν δεν του έκλειναν τον δρόμο. «Μπορώ να περάσω, Νυνάβε;» τη ρώτησε. Σε τελική ανάλυση, είχε το δικαίωμα να είναι παρών όταν θα ανακάλυπταν αυτό το μυθικό και καταραμένο Κύπελλο. «Νυνάβε;» Η γυναίκα είχε στρέψει την προσοχή της στον Λαν τόσο έντονα, που έμοιαζε να έχει ξεχάσει τα πάντα. Ο Ματ αντάλλαξε ματιές με τον Μπέσλαν, ο οποίος μειδίασε και κάθισε οκλαδόν με τον Κόρεβιν και τους υπόλοιπους Κοκκινόχερους. Ο Ναλέσεν ακούμπησε στον τοίχο και χασμουρήθηκε επιδεικτικά. Λάθος του, με όλη αυτήν τη σκόνη τριγύρω. Το χασμουρητό μετατράπηκε σε ξέσπασμα βήχα, που σκοτείνιασε το πρόσωπό του και τον ανάγκασε να διπλωθεί στα δύο.