Ακόμα κι αυτό, όμως, στάθηκε ανίκανο να αποσπάσει την προσοχή της Νυνάβε. Με προσεκτικές κινήσεις, τράβηξε το χέρι της από την πλεξούδα της. «Δεν είμαι θυμωμένη, Λαν», είπε.
«Μάλλον είσαι», της αποκρίθηκε ήρεμα αυτός. «Μα κάποιος έπρεπε να του το πει».
«Νυνάβε;» είπε ο Ματ. «Λαν;» Κανείς τους δεν φάνηκε να του δίνει σημασία.
«Θα του το έλεγα μόλις ένιωθα έτοιμη, Λαν Μαντράγκοραν!» Έκλεισε σφιχτά το στόμα της, αλλά τα χείλη της συνέχισαν να συσπώνται, λες και μιλούσε μόνη της. «Δεν θα θυμώσω μαζί σου», είπε σε ηπιότερο τόνο, με τρόπο που θα έλεγε κάποιος ότι απευθυνόταν και στον εαυτό της. Με μια εσκεμμένη κίνηση, πέταξε την πλεξούδα πάνω από τον ώμο της, τίναξε το μπλε πλουμιστό καπέλο και τοποθέτησε τα χέρια στη μέση της.
«Αφού το λες εσύ...», απάντησε ήπια ο Λαν.
Η Νυνάβε τρεμούλιασε. «Μη μου μιλάς εμένα έτσι!» φώναξε. «Σου είπα, δεν είμαι θυμωμένη! Δεν καταλαβαίνεις;»
«Αίμα και στάχτες, Νυνάβε», γρύλισε ο Ματ. «Δεν νομίζει πως είσαι θυμωμένη, ούτε κι εγώ το νομίζω». Πάλι καλά που οι γυναίκες τον είχαν μάθει να ψεύδεται πειστικά. «Λοιπόν, μπορούμε τώρα να πάμε πάνω, να πάρουμε αυτό το καταραμένο Κύπελλο των Ανέμων;»
«Εξαιρετική ιδέα», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την πόρτα που έβγαινε στον δρόμο. «Πάμε μαζί, να κάνουμε έκπληξη στην Ηλαίην;» Ο Ματ δεν είχε προσέξει τις δύο γυναίκες που είχαν μπει στον διάδρομο πριν, αλλά από τα πρόσωπά τους ήταν προφανές πως επρόκειτο για Άες Σεντάι. Το πρόσωπο εκείνης που μιλούσε ήταν μακρουλό και ψυχρό, σαν τη φωνή της, ενώ της συντρόφου της πλαισιωνόταν από αναρίθμητες λεπτές μαύρες πλεξούδες, δουλεμένες με πολύχρωμες χάντρες. Σχεδόν δύο ντουζίνες άντρες στριμώχνονταν πίσω τους, ογκώδεις τύποι με βαριούς ώμους, οι οποίοι κρατούσαν ρόπαλα και μαχαίρια. Ο Ματ άδραξε ενστικτωδώς το ασανταρέι. Καταλάβαινε πότε έπρεπε να περιμένει φασαρίες, κι η αλεπουδοκεφαλή στο στήθος του ήταν κρύα, παγερή σχεδόν, πάνω στο δέρμα του. Κάποιος χρησιμοποιούσε τη Μία Δύναμη.
Οι δύο Σοφές άρχισαν να υποκλίνονται βαθιά μόλις είδαν αυτά τα αγέραστα χαρακτηριστικά, αλλά κι η Νυνάβε είχε καταλάβει πως υπήρχε πρόβλημα. Το στόμα της κινιόταν χωρίς να βγαίνει ήχος καθώς οι δύο γυναίκες άρχισαν να διασχίζουν τον διάδρομο, ενώ το πρόσωπό της είχε μια έκφραση σαστιμάρας και κατηγόριας απέναντι στον εαυτό της. Ο Ματ άκουσε πίσω του τον ήχο του σπαθιού που ξεθηκαρώνεται, αλλά δεν στράφηκε να κοιτάξει σε ποιον ανήκε. Ο Λαν απλά στεκόταν ακίνητος, σαν λεοπάρδαλη έτοιμη να χιμήξει.
«Είναι του Μαύρου Άτζα», είπε η Νυνάβε τελικά. Η χροιά της φωνής της, αμυδρή αρχικά, έγινε πιο δυνατή καθώς συνέχιζε. «Η Φάλιον Μπόντα κι η Ισπάν Σεφάρ. Ένοχες για φόνο στον Πύργο αλλά και για ακόμα χειρότερα πράγματα. Είναι Σκοτεινόφιλες και...» κοντοστάθηκε για λίγο, «...με έχουν θωρακίσει».
Οι νεοφερμένες συνέχισαν να προχωρούν ατάραχες. «Άκουσες να λέγονται ποτέ τέτοιες ανοησίες, Ισπάν;» ρώτησε η μακροπρόσωπη Άες Σεντάι τη σύντροφό της, η οποία σταμάτησε να σουφρώνει τη φάτσα της εξαιτίας της σκόνης και χαζογέλασε προς το μέρος της Νυνάβε. «Η Ισπάν κι εγώ ερχόμαστε εκ μέρους του Λευκού Πύργου, ενώ η Νυνάβε κι οι φίλες της έχουν στασιάσει ενάντια στην Έδρα της Άμερλιν. Γι' αυτό, θα τιμωρηθούν παραδειγματικά, όπως επίσης κι όσοι τις βοηθούν». Ο Ματ έμεινε εμβρόντητος όταν συνειδητοποίησε πως η γυναίκα δεν γνώριζε τίποτα. Νόμιζε πως αυτός, ο Λαν κι οι υπόλοιποι δεν ήταν παρά μισθωμένοι σωματοφύλακες. Η Φάλιον χαμογέλασε προς το μέρος της Νυνάβε, ένα χαμόγελο σχετικά θερμό συγκριτικά με το δικό της. «Υπάρχει κάποιος που θα ευχαριστηθεί τα μέγιστα μόλις σε πάμε πίσω, Νυνάβε. Νομίζει πως είσαι νεκρή. Για τους υπόλοιπους από εσάς θα ήταν καλύτερο να φύγετε. Δεν είναι και τόσο συνετό να αναμειγνύεστε στις υποθέσεις των Άες Σεντάι. Οι άντρες μου θα σας συνοδέψουν μέχρι το ποτάμι». Δίχως να αποσπάσει τη ματιά της από τη Νυνάβε, η Φάλιον έκανε ένα νεύμα στους άντρες, από πίσω της, να βγουν μπροστά.
Ο Λαν έκανε μια κίνηση. Δεν τράβηξε το ξίφος του, άλλωστε δεν θα είχε καμιά τύχη απέναντι σε μια Άες Σεντάι, αλλά τη μια στιγμή στεκόταν ακίνητος και την άλλη τινάχτηκε εναντίον των δύο γυναικών. Λίγο πριν από τη σύγκρουση, μούγκρισε, λες και κάτι τον είχε χτυπήσει δυνατά, αλλά τελικά έπεσε με φόρα επάνω τους, ρίχνοντας αμφότερες τις Μαύρες αδελφές στο σκονισμένο πάτωμα. Και το φράγμα της οργής ξεχείλισε.