Ο Λαν σηκώθηκε, ακουμπώντας στα χέρια και στα γόνατα και κουνώντας αδύναμα το κεφάλι του. Ένας από τους ογκώδεις τύπους σήκωνε το ρόπαλο με τους ατσαλένιους ιμάντες για να του τσακίσει το κρανίο. Ο Ματ τον κάρφωσε στην κοιλιά χρησιμοποιώντας τη λόγχη του, καθώς ο Μπέσλαν, ο Ναλέσεν κι οι πέντε Κοκκινόχεροι ορμούσαν εναντίον των Σκοτεινόφιλων, που κραύγαζαν δυνατά. Ο Λαν στάθηκε στα πόδια του, και το σπαθί του, διαγράφοντας μια τροχιά στο αέρα, άνοιξε στα δύο έναν Σκοτεινόφιλο από τον καβάλο ως τον λαιμό. Ο διάδρομος δεν ήταν τόσο πλατύς, για να μπορούν να χειριστούν εύκολα το ξίφος ή το ασανταρέι, αλλά η στενότητα του χώρου τους επέτρεπε, αρχικά τουλάχιστον, να αντεπεξέλθουν με επιτυχία στην αναλογία δύο προς έναν. Οι Σκοτεινόφιλοι μούγκριζαν και πάλευαν σώμα με σώμα εναντίον τους, προσπαθώντας να βρουν χώρο για να καρφώσουν με το σπαθί ή για να χτυπήσουν με το ρόπαλο.
Γύρω από τις Μαύρες αδελφές κι από τη Νυνάβε, υπήρχαν μερικά ανοιχτά σημεία· είχαν φροντίσει οι ίδιες γι' αυτά. Ένας νευρώδης Αντορινός Κοκκινόχερος έπεσε σχεδόν πάνω στη Φάλιον, αλλά την τελευταία στιγμή έκανε μια στροφή στον αέρα και το έσκασε από τον διάδρομο, ρίχνοντας κάτω δύο βασταγερούς Σκοτεινόφιλους πριν πέσει με δύναμη πάνω στον τοίχο και γλιστρήσει στο έδαφος, άψυχος, αφήνοντας πάνω στον ραγισμένο και σκονισμένο σοβά μια αιμάτινη κηλίδα από το πίσω μέρος του ανοιγμένου κεφαλιού του. Ένας καραφλός Σκοτεινόφιλος πέρασε στριμωχτά μέσα από τις γραμμές των αμυνομένων και χίμηξε στη Νυνάβε με το μαχαίρι του ξεθηκαρωμένο. Άφησε μια κραυγή όταν, ξαφνικά, τα πόδια του τραβήχτηκαν πίσω, μια κραυγή που κόπηκε απότομα όταν το πρόσωπό προσέκρουσε στο δάπεδο με τόση δύναμη, που το κεφάλι του αναπήδησε.
Προφανώς, η Νυνάβε δεν ήταν πια θωρακισμένη. Ακόμα κι αν η παγερή ασημένια αλεπουδοκεφαλή που κρεμόταν στο στήθος του Ματ καθώς πολεμούσε δεν ήταν αρκετή ένδειξη ότι η ίδια κι οι Μαύρες αδελφές πάλευαν μανιασμένα μεταξύ τους, ήταν τέτοια η αγριάδα στον τρόπο που αλληλοκοιτάζονταν, αγνοώντας τη μάχη γύρω τους, που δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης. Οι δύο Σοφές κοιτούσαν έντρομες τριγύρω. Κρατούσαν σφιχτά τα κυρτά τους μαχαίρια, αλλά είχαν στριμωχτεί πάνω στον τοίχο, κοιτώντας με τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα ορθάνοιχτο πότε τη Νυνάβε και πότε τις άλλες δύο.
«Πολεμήστε», τους φώναξε κοφτά η Νυνάβε. Γύρισε ελάχιστα το κεφάλι της, έτσι που να τις βλέπει τόσο καθαρά όσο τη Φάλιον με την Ισπάν. «Δεν μπορώ να τα καταφέρω μόνη μου. Είναι συνδεδεμένες. Αν δεν τις πολεμήσετε, θα σας σκοτώσουν. Τις ξέρετε καλά τώρα πια!» Οι Σοφές την κοίταξαν σαν τις παρότρυνε να φτύσουν τη Βασίλισσα. Καταμεσής των κραυγών και των γρυλισμάτων, η Ισπάν γελούσε μελωδικά, ενώ ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό αντηχούσε από τις σκάλες.
Το κεφάλι της Νυνάβε στράφηκε προς τα εκεί. Τρίκλισε για λίγο και στράφηκε ξανά προς τις άλλες δύο σαν πληγωμένος ασβός, με έναν μορφασμό χαραγμένο στο πρόσωπό της, ο οποίος θα έκανε τη Φάλιον και την Ισπάν να το βάλουν στα πόδια, αν μπορούσαν ακόμα να σκεφτούν λογικά. Η Νυνάβε έριξε μια αγωνιώδη ματιά προς το μέρος του Ματ. «Κάποιος διαβιβάζει επάνω», είπε μέσα από τα δόντια της. «Θα έχουμε πρόβλημα».
Ο Ματ δίστασε. Το πιθανότερο ήταν πως η Ηλαίην είχε πέσει πάνω σε κανέναν αρουραίο. Το πιθανότερο... Ο Ματ κατάφερε να αποφύγει ένα στιλέτο που σκόπευε τα πλευρά του, αλλά δεν είχε αρκετό χώρο για να ανταποδώσει το χτύπημα με τη λόγχη ασανταρέι ή να χρησιμοποιήσει τη λαβή ως ραβδί. Ο Μπέσλαν, μπροστά του, κάρφωσε έναν επιτιθέμενο διαπερνώντας του την καρδιά.
«Σε παρακαλώ, Ματ», είπε σφιγμένα η Νυνάβε. Ποτέ της δεν παρακαλούσε, προτιμούσε να κόψει τον λαιμό της. «Σε παρακαλώ».
Ο Ματ ξεστόμισε μια βρισιά, απομακρύνθηκε από το πεδίο της μάχης κι όρμησε τρέχοντας στα απότομα στενά σκαλοπάτια, ανεβαίνοντας σε χρόνο ρεκόρ και τα έξι πατώματα μέσα από τη σκοτεινή σκάλα. Δεν υπήρχε κανένα παράθυρο για να φωτίζει την πορεία του. Αν επρόκειτο μόνο για αρουραίο, θα προσπαθούσε να συνεφέρει την Ηλαίην μέχρι που... Ξεχύθηκε στον τελευταίο όροφο, ο οποίος δεν ήταν πολύ πιο φωτεινός από τη σκάλα. Υπήρχε ένα και μοναδικό παράθυρο, που έβλεπε στη γωνία του δρόμου, κι η σκηνή που αντίκρισε ήταν μία εικόνα βγαλμένη από εφιάλτη.
Παντού υπήρχαν γυναίκες, ξαπλωμένες φαρδιές πλατιές, και μία εξ αυτών ήταν η Ηλαίην. Ακουμπούσε στον τοίχο με το πάνω μέρος της πλάτης της κι είχε τα μάτια κλειστά. Ο Βάνιν ήταν σκυμμένος στα γόνατα, με το αίμα να τρέχει ποτάμι από τη μύτη και τ' αυτιά του, πασχίζοντας αδύναμα κι αυτός να στηριχθεί στον τοίχο. Η τελευταία γυναίκα που στεκόταν ακόμα όρθια, η Τζανίρα, έτρεξε προς το μέρος του Ματ μόλις τον είδε. Στα μάτια του άντρα έμοιαζε με γεράκι, μια κι η μύτη της ήταν σαν γυριστό ράμφος και τα ζυγωματικά της τραχιά, αλλά στο πρόσωπό της αντικαθρεφτιζόταν τώρα ο τρόμος, κι αυτά τα σκοτεινά μάτια είχαν γουρλώσει και φάνταζαν άκαμπτα.