Выбрать главу

«Βοήθησέ με!» φώναξε προς το μέρος του, κι ένας άντρας την έπιασε από πίσω. Ήταν ένας κοινός τύπος, λίγο μεγαλύτερος από τον Ματ ίσως, ίδιου ύψους κι εξίσου αδύνατος. Φορούσε ένα απλό γκρίζο πανωφόρι. Χαμογελώντας, έπιασε το κεφάλι της Τζανίρα ανάμεσα στα χέρια του και το γύρισε απότομα. Ο ήχος του λαιμού που έσπαζε έμοιαζε με τον ξερό κρότο ενός κλαδιού. Την άφησε να πέσει, σαν άψυχος σωρός, κι απέμεινε να την κοιτάζει. Χαμογέλασε και, για μια στιγμή, φάνηκε... εκστασιασμένος.

Στο φως ενός ζεύγους φανών, μια μικρή αρμαθιά από άντρες, λίγο πιο πέρα από τον Βάνιν, άνοιγαν μια πόρτα υπό τον τσιριχτό ήχο των σκουριασμένων μεντεσέδων, αλλά ο Ματ ούτε που το πρόσεξε καλά-καλά. Το βλέμμα του αποτραβήχτηκε από το σωριασμένο πτώμα της Τζανίρα και στράφηκε στην Ηλαίην. Είχε υποσχεθεί να εξασφαλίσει την ασφάλεια της για το καλό του Ραντ. Το είχε υποσχεθεί. Με ένα ουρλιαχτό, όρμησε ενάντια στον φονιά, με τη λόγχη ασανταρέι προτεταμένη.

Ο Ματ έπιασε την κίνηση του Μυρντράαλ, αλλά εκείνος, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ήταν πιο γρήγορος. Έμοιαζε σαν να ρέει μπροστά στη μύτη της λόγχης, άδραξε τη λαβή κι, αφού την έστρεψε γύρω από τον άξονά της, εκτίναξε τον Ματ πέντε πόδια πιο κάτω, στον διάδρομο.

Ο Ματ αισθάνθηκε να του κόβεται η ανάσα μόλις χτύπησε στο δάπεδο, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Η λάμα ασανταρέι προσγειώθηκε δίπλα του. Σηκώθηκε, παλεύοντας να ανασάνει, ενώ η αλεπουδοκεφαλή αιωρούνταν από το ανοιχτό του πουκάμισο. Τράβηξε το μαχαίρι μέσα από το πανωφόρι του και χίμηξε πάνω στον άντρα, τη στιγμή που στο κεφαλόσκαλο εμφανίστηκε ο Ναλέσεν, με το σπαθί στο χέρι. Τώρα, θα τον έβαζαν κάτω, όσο σβέλτος κι αν ήταν ο τύπος...

Ο άντρας έκανε έναν Μυρντράαλ να μοιάζει δύσκαμπτος. Απέφυγε την επίθεση του Ναλέσεν, λες και μέσα στο κορμί του δεν υπήρχαν κόκαλα, και τίναξε το δεξί του χέρι για να πιάσει τον λαιμό του. Το χέρι του διέγραψε μια τροχιά κι ακούστηκε ένας υγρός ήχος σκισίματος. Το αίμα ξεπήδησε σαν πίδακας πάνω στη γενειάδα του Ναλέσεν. Το ξίφος του έπεσε παράγοντας έναν κουδουνιστό ήχο πάνω στο σκονισμένο πέτρινο δάπεδο, κι ο άντρας έφερε τα δυο του χέρια στον ρημαγμένο του λαιμό, ενώ κόκκινα ρυάκια κυλούσαν ανάμεσα στα δάχτυλά του καθώς σωριαζόταν.

Ο Ματ έπεσε με δύναμη στην πλάτη του φονιά και σωριάστηκαν κι οι τρεις τους στο πάτωμα. Δεν είχε ενδοιασμούς να μαχαιρώσει πισώπλατα κάποιον, αν το έκρινε αναγκαίο, ειδικά κάποιον που θα ήταν ικανός να ξεσκίσει τον λαιμό ενός άντρα. Ίσως έπρεπε να είχε αφήσει τον Ναλέσεν να κοιμηθεί. Η σκέψη αυτή τον έκανε να νιώσει λύπη καθώς κάρφωνε με μίσος τη λάμα του, μία, δύο, τρεις φορές.

Ο άντρας συστράφηκε κάτω από τη λαβή του. Παρ' όλο που φάνταζε αδύνατον, ο τύπος κύλησε από κάτω του, τραβώντας από το χέρι του τη λαβή του μαχαιριού. Τα ορθάνοιχτα μάτια κι ο ματωμένος λαιμός του Ναλέσεν, μπροστά του, ήταν μια υπενθύμιση. Με απεγνωσμένες κινήσεις, έπιασε τον άντρα από τους καρπούς, ενώ το χέρι του γλιστρούσε πάνω στο αίμα που ανάβλυζε από το χέρι του τύπου.

Ο άντρας τού χαμογέλασε. Αν κι ένα μαχαίρι εξείχε από τα πλευρά του, του χαμογέλασε! «Θέλει να σε δει νεκρό, όσο απεγνωσμένα θέλει αυτήν», είπε μαλακά. Λες κι ο Ματ δεν τον κρατούσε καν, τα χέρια του κινήθηκαν προς το κεφάλι του, αποτινάσσοντας τα μπράτσα του από πάνω του.

Ο Ματ πάλευε σαν μανιασμένος, ρίχνοντας όλο του το βάρος πάνω στο μπράτσο του άντρα αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μα το Φως, έμοιαζε με πιτσιρικά που πάλευε ενάντια σε ενήλικο. Ο τύπος έπαιζε μαζί του, και μάλιστα με το πάσο του. Χέρια άγγιξαν το κεφάλι του. Γιατί η τύχη τού είχε γυρίσει την πλάτη; Μετατοπίστηκε με όση δύναμη του είχε απομείνει, και το μενταγιόν ακούμπησε στο μάγουλο του άντρα, ο οποίος ούρλιαξε. Καπνός αναδύθηκε από τις άκρες της αλεπουδοκεφαλής κι ακούστηκε ένα τσιτσίρισμα, σαν λαρδί που ψηνόταν. Ενστικτωδώς, πέταξε μακριά τον Ματ, χρησιμοποιώντας τα χέρια και τα πόδια του. Αυτή τη φορά, ο Ματ έπεσε δέκα πόδια παραπέρα και γλίστρησε.

Όταν, μισοζαλισμένος, στάθηκε στα πόδια του, ο άλλος άντρας είχε σηκωθεί ήδη και τα τρεμάμενα χέρια του άγγιζαν το πρόσωπό του. Μια τραχιά πληγή, σαν σφραγίδα, ήταν αποτυπωμένη στο σημείο που τον είχε αγγίξει η κεφαλή της αλεπούς. Ο Ματ ψηλάφισε πολύ προσεκτικά το μενταγιόν. Ήταν κρύο. Όχι παγερό, σαν να υπήρχε κάποιος εκεί γύρω που διαβίβαζε -αν και στα κάτω πατώματα μπορεί να συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά ήταν πολύ μακριά για να τον απασχολεί- απλώς είχε την κρυάδα του ατσαλιού. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί να ήταν αυτός ο τύπος απέναντι του, εκτός από το ότι σίγουρα δεν ήταν άνθρωπος, αλλά έτσι καμένος όπως ήταν κι έχοντας δεχτεί τρεις μαχαιριές, με τη λαβή του μαχαιριού να εξέχει ακόμα κάτω από το μπράτσο του, ο Ματ υπέθεσε πως οι κινήσεις του θα ήταν πια αρκετά αργές και θα του επέτρεπαν να τον προσπεράσει και να κατέβει τη σκάλα. Πολύ ήθελε να πάρει εκδίκηση για την Ηλαίην, όπως και για τον Ναλέσεν επίσης, αλλά προφανώς δεν μπορούσε να γίνει σήμερα αυτό, πόσω μάλλον να πάρει εκδίκηση για τον ίδιο του τον εαυτό.