Выбрать главу

«Θα δω τι μπορώ να κάνω», αποκρίθηκε στεγνά ο Ματ χώνοντας το μενταγιόν σε μια τσέπη της φορεσιάς του. Το τοχ; Να τη χτυπήσει; Μα το Φως! Σίγουρα αυτή η γυναίκα έκανε πολλή παρέα με την Αβιέντα.

Τη βοήθησε να σηκωθεί, κι εκείνη έριξε μια ματιά στον διάδρομο, στον Βάνιν με το καταματωμένο πρόσωπο και στις γυναίκες που κείτονταν στα σημεία όπου είχαν σωριαστεί. Έκανε μια γκριμάτσα. «Ω, Φως μου!» είπε, παίρνοντας μια κοφτή ανάσα. «Κατάρα και στάχτες!» Παρά την κατάσταση που επικρατούσε, ο Ματ ξαφνιάστηκε. Δεν ήταν μόνο ότι δεν περίμενε να ακούσει αυτές τις λέξεις να βγαίνουν από το στόμα της. Η προφορά τους έμοιαζε περίεργη, λες κι η Ηλαίην γνώριζε τους ήχους αλλά όχι το τι σήμαιναν. Κατά κάποιον τρόπο, την έκαναν να φαίνεται νεότερη απ' όσο φάνταζε.

Αποτινάζοντας από πάνω της το χέρι του, έβγαλε το καπέλο της, το πέταξε στην άκρη κι έτρεξε να γονατίσει δίπλα στην πλησιέστερη Σοφή, τη Ρεάνε. Έπιασε το κεφάλι της και με τα δύο χέρια. Η γυναίκα κειτόταν άκαμπτη, πεσμένη μπρούμυτα και με τα χέρια απλωμένα, λες κι είχε σκοντάψει κάπου κι έπεσε φαρδιά πλατιά. Ήταν πεσμένη προς την κατεύθυνση του δωματίου που είχε χαθεί ο εχθρός τους.

«Είναι πέραν των δυνατοτήτων μου», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Πού είναι η Νυνάβε; Γιατί δεν ήρθε μαζί σου, Ματ; Νυνάβε!» φώναξε προς το μέρος της σκάλας.

«Δεν είναι ανάγκη να σκούζεις σαν γάτα», γρύλισε η Νυνάβε καθώς έκανε την εμφάνισή της στις σκάλες. Κοιτούσε πίσω, πάνω από τον ώμο της, προς την κάτω μεριά των σκαλοπατιών. «Κράτα τη γερά, μ' ακούς;» τσίριξε η ίδια, αυτήν τη φορά. Κουβαλούσε μαζί της το καπέλο της και το έσειε προς την κατεύθυνση που φώναζε. «Αν την αφήσεις να φύγει, θα φας τόσο ξύλο που θα βάλεις και στην τσέπη σου!»

Έπειτα γύρισε να κοιτάξει και τα μάτια της γούρλωσαν τόσο που κόντεψαν να βγουν από τις κόγχες τους. «Παντοδύναμο Φως», είπε με κομμένη την ανάσα, τρέχοντας προς το μέρος της Τζανίρα και σκύβοντας από πάνω της. Ένα άγγιγμα ήταν αρκετό για να την κάνει να ορθωθεί και μορφάσει από πόνο. Ο Ματ θα μπορούσε να της έχει αναφέρει πως η γυναίκα ήταν νεκρή. Η Νυνάβε φαίνεται πως έπαιρνε πολύ προσωπικά το θέμα του θανάτου. Εμφανώς ταραγμένη, προχώρησε προς την επόμενη, την Ταμάρλα, κι αυτή τη φορά φαίνεται πως ήταν ικανή να εφαρμόσει τη Θεραπεία. Βέβαια, τα τραύματα της Ταμάρλα δεν έμοιαζαν και τόσο απλά, γιατί η Νυνάβε χρειάστηκε να σκύψει από πάνω της, συνοφρυωμένη. «Τι συνέβη εδώ, Ματ;» ρώτησε απαιτητικά, χωρίς καν να κοιτάξει προς το μέρος του. Ο τόνος της φωνής της τον έκανε να αναστενάξει. Ίσως έπρεπε να είχε ήδη καταλάβει πως η Νυνάβε θα απέδιδε σ' εκείνον το λάθος. «Λοιπόν, Ματ; Τι συνέβη; Θα μιλήσεις ή θα...» Ο Ματ δεν έμαθε ποτέ τι είδους απειλή ήταν έτοιμη να ξεστομίσει.

Ο Λαν είχε ακολουθήσει τη Νυνάβε από τη σκάλα, φυσικά, με τη Σουμέκο να έπεται κατά πόδας. Η εύσωμη Σοφή έριξε μια ματιά στον διάδρομο κι αμέσως ανασήκωσε τη φούστα της κι έτρεξε προς το μέρος της Ρεάνε. Κοίταξε την Ηλαίην ανήσυχα και κατόπιν έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να μετακινεί τα χέρια της πάνω από το σώμα της Ρεάνε, με έναν τρόπο παράξενο, κάτι που έκανε τη Νυνάβε να αντιδράσει.

«Τι κάνεις εκεί;» τη ρώτησε κοφτά. Δίχως να σταματήσει αυτό που έκανε στην Ταμάρλα, έριχνε στη στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα κοφτές ματιές, διαπεραστικές όσο κι η φωνή της. «Πού τα έμαθες αυτά;»

Η Σουμέκο ξαφνιάστηκε, αλλά τα χέρια της δεν έπαψαν να κινούνται. «Συγχώρησέ με, Άες Σεντάι», απάντησε χωρίς να πάρει ανάσα, βιαστικά και σπασμωδικά. «Γνωρίζω πως κανονικά δεν πρέπει να.... Θα πεθάνει, αν δεν... Ξέρω πως υποτίθεται ότι δεν πρέπει να συνεχίσω την προσπάθεια... Απλά, επιθυμώ να διδαχτώ, Άες Σεντάι. Σε παρακαλώ».