«Σε αυτήν την περίπτωση», ανήγγειλε ο Ματ, «καλύτερα να του δίνουμε εδώ και τώρα». Κανείς δεν διαφώνησε. Βέβαια, η Νυνάβε με την Ηλαίην επέμεναν να χρησιμοποιήσουν οι άντρες τα πανωφόρια τους ως σάκους, για να κουβαλήσουν διάφορα πράγματα που ανακάλυψαν στο δωμάτιο -φόρτωσαν ακόμα και τη Σοφή, και φορτώθηκαν κι οι ίδιες— ενώ η Ρεάνε πήγε κάτω κι άρχισε να στρατολογεί άντρες, για να μεταφέρουν τους νεκρούς τους στην αποβάθρα. Και πάλι, κανείς δεν διαφώνησε. Ο Ματ αμφέβαλλε αν είχε παρουσιαστεί ποτέ στο Ράχαντ μια τόσο παράξενη και βιαστική πομπή όπως αυτή που πήρε τον δρόμο για το ποτάμι.
39
Υποσχέσεις που Πρέπει να Τηρηθούν
«Καλύτερα να του δίνουμε όσο γρηγορότερα γίνεται», ξανάπε ο Ματ αργότερα, αλλά αυτή τη φορά, όπως και κατά τη διάρκεια της τελευταίας μισής ώρας, υπήρξαν διαφωνίες. Έξω, ο ήλιος είχε περάσει το ζενίθ. Οι αληγείς άνεμοι έκοβαν κάπως τη ζέστη, ενώ οι άκαμπτες κίτρινες κουρτίνες, που ήταν δεμένες στα ψηλά παράθυρα, ανακινούνταν με τις ριπές του ανέμου. Τρεις ολόκληρες ώρες μέχρι το Παλάτι Τάρασιν, τα ζάρια δεν έπαψαν στιγμή να κυλούν μέσα στο κεφάλι του, κι ήθελε απεγνωσμένα να κλωτσήσει κάτι ή κάποιον. Τράβηξε το μαντίλι που ήταν τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του και του φάνηκε πως ένιωσε και πάλι να τον σφίγγει εκείνο το σχοινί που του είχε προκαλέσει το σημάδι, κάτω από το μαντίλι. «Για την Αγάπη του Φωτός, είστε όλοι τυφλοί; Ή απλά κουφοί;»
Το δωμάτιο που τους είχε προσφέρει η Τάυλιν ήταν τεράστιο, με πράσινους τοίχους και ψηλή γαλάζια οροφή, ενώ την επίπλωση απάρτιζαν μερικά επιχρυσωμένα καθίσματα και μικρά τραπεζάκια, διακοσμημένα με μαργαριτοφόρα όστρακα. Ακόμα κι έτσι, ήταν υπερπλήρες. Ή έμοιαζε, τουλάχιστον. Η Τάυλιν καθόταν ανακούρκουδα μπροστά σε ένα από τα τρία μαρμάρινα τζάκια, παρακολουθώντας τον με εκείνα τα σκοτεινά αετίσια μάτια, ενώ ένα αμυδρό χαμόγελο είχε χαραχτεί στα χείλη της. Κουνούσε νωχελικά το μισοφόρι με τις μπλε και κίτρινες ραβδώσεις κι έπαιζε, εξίσου νωχελικά, με τη διακοσμημένη λαβή του κυρτού μαχαιριού της. Ο Ματ υποπτευόταν πως της είχαν μιλήσει η Ηλαίην κι η Νυνάβε. Βρίσκονταν κι αυτές εκεί, καθισμένες παράπλευρα της Βασίλισσας. Φορούσαν καθαρά ρούχα και προφανώς είχαν κάνει μπάνιο, αν και τις είχε χάσει από τα μάτια του μόνο για λίγα λεπτά από τη στιγμή που επέστρεψαν στο παλάτι. Ως προς τη βασιλική μεγαλοπρέπεια, σχεδόν συναγωνίζονταν την Τάυλιν, φορώντας αυτά τα λαμπερά μεταξωτά. Δεν ήταν σίγουρος ποιον ήθελαν να εντυπωσιάσουν με όλες εκείνες τις δαντέλες και τα περίτεχνα κεντήματα. Το ντύσιμό τους ήταν καταλληλότερο για βασιλικό χορό παρά για ταξίδι. Ο ίδιος ήταν ακόμα γεμάτος βρωμιά, με το σκονισμένο πράσινο πανωφόρι του να κρέμεται ανοιχτό και την ασημένια αλεπουδοκεφαλή πιασμένη στον γιακά της λασκαρισμένης του πουκαμίσας. Είχε φτιάξει κόμπους στο δερμάτινο λουρί, κονταίνοντάς το, για να ακουμπάει το μενταγιόν πάνω στην επιδερμίδα του. Δεν έπρεπε να ξεχνάει πως, σε τελική ανάλυση, τον περιτριγύριζαν γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης.
Η αλήθεια ήταν πως αυτές οι τρεις γυναίκες μπορούσαν να γεμίσουν από μόνες τους το δωμάτιο, κάτι που, απ' όσο έκρινε κι ο ίδιος, ήταν ικανή να το κάνει κι η Τάυλιν μοναχή της. Αν όντως της είχαν μιλήσει η Νυνάβε με την Ηλαίην, τότε έκανε καλά που έφευγε. Οι τρεις τους μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους, αλλά...
«Είναι παράλογο», φώναξε η Μέριλιλ. «Ποτέ μου δεν άκουσα έναν Σκιογέννητο να αποκαλείται γκόλαμ. Εσείς το έχετε ακούσει ποτέ;» Η ερώτηση απευθυνόταν στην Αντελέας, στη Βαντέν, στη Σάριθα και στην Κάρεαν. Κοιτώντας την Τάυλιν, διαπίστωνες πως η γαλήνια και ψυχρή ματιά των πέντε Άες Σεντάι ήταν ικανή να μετατρέψει τις πολυθρόνες με τις ψηλές ράχες σε θρόνους. Δεν καταλάβαινε γιατί η Νυνάβε με την Ηλαίην στέκονταν σαν ξόανα, επίσης ψυχρές και γαλήνιες αλλά απολύτως σιωπηλές. Γνώριζαν, καταλάβαιναν και, για κάποιον λόγο, η Μέριλιλ κι οι υπόλοιπες ξεχείλιζαν από πραότητα απέναντί τους. Από την άλλη, ο Ματ Κώθον δεν ήταν παρά ένας μαλλιαρός άξεστος για κλωτσιές· κι όλες, από τη Μέριλιλ και κάτω, ήταν έτοιμες να του τις ρίξουν.
«Το είδα αυτό το πράγμα», είπε κοφτά. «Κι η Ηλαίην το είδε, όπως κι η Ρεάνε με τις Σοφές. Ρωτήστε τες!»
Μαζεμένες σε μια γωνιά του δωματίου, η Ρεάνε κι οι πέντε επιζήσασες Σοφές ζάρωσαν σαν τρομαγμένες χήνες, φοβούμενες τις πραγματικές ερωτήσεις. Για την ακρίβεια, όλες εκτός από τη Σουμέκο. Με τους αντίχειρες χωμένους μέσα από τη μακρόστενη πορφυρή ζώνη, η στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα κοιτούσε συνοφρυωμένη τις Άες Σεντάι κουνώντας διαρκώς το κεφάλι της. Η Νυνάβε είχε συζητήσει εκτενώς μαζί της στην απομόνωση της καμπίνας, στη βάρκα του γυρισμού, κι ο Ματ πίστευε πως απόρροια αυτής της συζήτησης ήταν η διαφορετική συμπεριφορά που έδειχνε. Παρ' όλο που δεν είχε την πρόθεση να κρυφακούσει, το αυτί του έπιασε περισσότερες από μία φορές να γίνεται λόγος για τις Άες Σεντάι. Οι υπόλοιπες έμοιαζαν να αναρωτιούνται μήπως έπρεπε να προθυμοποιηθούν να φέρουν τσάι. Μόνο η Σουμέκο φαίνεται πως θα καλοδεχόταν την προσφορά ενός καθίσματος. Η Σιμπέλα, κουνώντας ξέπνοα τα κοκαλιάρικα χέρια της, σοκαρισμένη, κόντευε να λιποθυμήσει.