Выбрать главу

Ο Ματ απέφυγε να κοιτάξει προς τη μεριά της Μπιργκίτε, η οποία στεκόταν δίπλα στην πόρτα μαζί με την Αβιέντα. Η Αελίτισσα φορούσε ένα φόρεμα Εμπουνταρινού στυλ. Όχι το απέριττο μάλλινο με το οποίο είχε επιστρέψει, αλλά μια ασημόγκριζη μεταξένια στολή ιππασίας, εντελώς παράταιρη με το θηκαρωμένο μαχαίρι της ζώνης της που είχε λαβή όμοια με βούκινο. Η Μπιργκίτε στάθηκε πιο γρήγορη στο να βγάλει το φόρεμά της και να φορέσει το συνηθισμένο κοντό πανωφόρι της με τα φαρδιά παντελόνια σε σκούρο μπλε και σκούρο πράσινο χρώμα. Μια φαρέτρα ήταν ήδη κρεμασμένη στον γοφό της. Η γυναίκα αυτή ήταν η κύρια πηγή για οτιδήποτε γνώριζε ο Ματ σχετικά με το γκόλαμ και με τα κουτιά στασιμότητας, εκτός βέβαια όσων είχαν δει τα μάτια του στο Ράχαντ, τα οποία δεν θα ανέφερε ποτέ εν θερμώ.

«Διάβασα κάποτε ένα βιβλίο που έλεγε για...» ξεκίνησε να λέει, αλλά η Ρενάιλ τον έκοψε απότομα.

«Ένα βιβλίο», είπε σαρκαστικά. «Δεν πρόκειται να εγκαταλείψω το αλμυρό νερό εξαιτίας ενός βιβλίου που οι Άες Σεντάι δεν γνωρίζουν».

Ξαφνικά, ο Ματ συνειδητοποίησε πως ήταν ο μοναδικός παρευρισκόμενος άντρας. Ο Λαν είχε φύγει ύστερα από διαταγή της Νυνάβε, εξίσου πειθήνια όπως ο Μπέσλαν έπειτα από διαταγή της μάνας του, ενώ ο Θομ κι ο Τζούιλιν ετοίμαζαν τα πράγματά τους και μάλλον θα είχαν τελειώσει πια. Ίσως να μην είχε κανένα νόημα, επειδή μπορεί να μην έφευγαν ποτέ. Ήταν ο μοναδικός άντρας, κυκλωμένος από έναν κλοιό γυναικών που σκόπευαν να τον κάνουν να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο μέχρις ότου θα πετάγονταν τα μυαλά του έξω. Δεν έβγαζε απολύτως κανένα νόημα. Όλες τον κοιτούσαν με προσμονή.

Η Νυνάβε, στο μπλε δαντελωτό φόρεμα με τα κρόσσια και τις κίτρινες ραβδώσεις, είχε πετάξει την πλεξούδα της πάνω από τον ώμο της, έτσι που να κρέμεται ανάμεσα στα στήθη της, αλλά αυτό το βαρύ χρυσό δαχτυλίδι -το δαχτυλίδι του Λαν, όπως είχε πληροφορηθεί- βρισκόταν τοποθετημένο σε διακριτή θέση. Το πρόσωπό της ήταν λείο και τα χέρια της ακουμπισμένα στα γόνατά της, αν και τα δάχτυλά της ενίοτε συσπώνταν. Η Ηλαίην, φορώντας το πράσινο μετάξι των Εμπουνταρινών, που συγκριτικά έκανε τη Νυνάβε να μοιάζει καλυμμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια, παρά το μαυρισμένο περιλαίμιο με τις γιρλάντες κάτω από το σαγόνι της, κοίταξε τον Ματ με μάτια που φάνταζαν σαν παγωμένα νερά βαθυγάλαζων λιμνών. Και τα δικά της χέρια ήταν ακουμπισμένα στα γόνατά της, αλλά πού και πού ψαχούλευαν τα χρυσαφένια κεντίδια που κάλυπταν τη φούστα της. Γιατί δεν έλεγαν τίποτα; Μήπως προσπαθούσαν να τον εκδικηθούν; Μήπως απλά σκέφτονταν πως «αφού ο Ματ θέλει να έχει το πάνω χέρι, ας δούμε πως θα τα βγάλει πέρα χωρίς εμάς»; Υπό άλλες συνθήκες, δεν θα δυσκολευόταν να το πιστέψει για τη Νυνάβε, αλλά όχι για την Ηλαίην. Γιατί, λοιπόν;

Η Ρεάνε κι οι Σοφές δεν τον απέφευγαν με τον ίδιο τρόπο που απέφευγαν τις Άες Σεντάι, αλλά ο τρόπος τους απέναντί του είχε αλλάξει. Η Ταμάρλα τού ένευσε ευχάριστα και με σεβασμό, ενώ η ξανθομαλλούσα Φαμέλ απλώς του χάρισε ένα φιλικό χαμόγελο. Παραδόξως, η Ρεάνε κοκκίνισε, και στο πρόσωπό της φάνηκε μια ωχρή κηλίδα, μολονότι η αντίθεση δεν ήταν τόσο έντονη. Οι έξι γυναίκες δεν είχαν ανταλλάξει ούτε δέκα λέξεις από τότε που μπήκαν στο δωμάτιο κι απέφευγαν να παροτρύνουν η μία την άλλη. Καθεμία εξ αυτών ήταν σίγουρο πως θα αναπηδούσε ξαφνιασμένη στην παραμικρή κίνηση της Νυνάβε ή της Ηλαίην και δεν θα σταματούσε μέχρις ότου θα λάμβανε την αντίστοιχη εντολή.

Ο Ματ στράφηκε να κοιτάξει τις υπόλοιπες Άες Σεντάι. Πρόσωπα απείρως ήρεμα, απείρως υπομονετικά. Εκτός... Το φευγαλέο βλέμμα της Μέριλιλ τον προσπέρασε κι έπεσε για μια στιγμή πάνω στη Νυνάβε και στην Ηλαίην. Η Σάριθα άρχισε να στρώνει απαλά τη φούστα της κάτω από την έντονη ματιά του, φαινομενικά δίχως να δίνει την παραμικρή σημασία. Μια σκοτεινή υποψία γεννήθηκε στο μυαλό του. Χέρια πάνω στη φούστα. Το αναψοκοκκίνισμα της Ρεάνε. Η πανέτοιμη φαρέτρα της Μπιργκίτε. Μια ζοφερή υποψία, αν και δεν ήξερε σε τι πραγματικά αφορούσε. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι είχε χειριστεί εσφαλμένα το ζήτημα. Έριξε ένα αγριωπό βλέμμα στη Νυνάβε κι ένα άλλο, ακόμα πιο αγριωπό, στην Ηλαίην. Ούτε το βούτυρο δεν θα έλιωνε πάνω σε αυτές τις καταραμένες γλώσσες τους.

Βημάτισε αργά προς το μέρος των Θαλασσινών. Άκουσε ένα ρουθούνισμα από τη μεριά της Μέριλιλ και τη Σάριθα που μουρμούριζε: «Τι αυθάδεια!» Τώρα θα μάθαιναν τι σήμαινε αυθάδεια, κι αν δεν άρεσε στη Νυνάβε και στην Ηλαίην, ας του είχαν δείξει περισσότερη εμπιστοσύνη. Μα το Φως, πόσο μισούσε να τον εκμεταλλεύονται, κι ειδικά όταν δεν ήξερε τον λόγο.