Σταμάτησε μπροστά στο κάθισμα της Ρενάιλ και κοίταξε εξεταστικά τα σκοτεινά πρόσωπα των γυναικών Άθα'αν Μιέρε, από πίσω, προτού στρέψει το βλέμμα του πάνω της. Εκείνη συνοφρυώθηκε κι άρχισε να ψηλαφίζει ένα μαχαίρι με φεγγαρόπετρες που ήταν περασμένο μέσα από τη φαρδιά λωρίδα της ζώνης της. Ήταν μια μεσήλικη γυναίκα, ευπαρουσίαστη πιότερο παρά χαριτωμένη. Υπό άλλες συνθήκες, ο Ματ θα απολάμβανε να την κοιτάζει μες στα μάτια. Έμοιαζαν με μεγάλες μαύρες λίμνες, μέσα στις οποίες κάλλιστα θα βυθιζόταν το βλέμμα ενός άντρα. Όλα αυτά υπό άλλες συνθήκες. Οι Θαλασσινές, κατά κάποιον τρόπο, δεν ήταν παρά η μύγα μέσα στην κανάτα με την κρέμα, κι ο Ματ δεν είχε ιδέα πώς θα την έβγαζε από εκεί. Κατάφερε κάπως να συγκρατήσει τον θυμό του. Τι άλλο να έκανε, δηλαδή;
«Κατανοώ πως όλες σας μπορείτε να διαβιβάσετε», είπε ήρεμα, «αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά για μένα». Καλύτερα να το ξεκαθάριζε από την αρχή. «Ρωτήστε την Αντελέας ή τη Βαντέν κατά πόσον ενδιαφέρομαι για το αν μια γυναίκα μπορεί να διαβιβάσει».
Το βλέμμα της Ρενάιλ έπεσε στην Τάυλιν, αλλά όταν μίλησε δεν απευθυνόταν στη Βασίλισσα. «Νυνάβε Σεντάι», είπε ξερά, «έχω την εντύπωση πως δεν συμπεριλαμβανόταν στη συμφωνία μας καμιά υποχρέωση εκ μέρους μου να κάθομαι να ακούω αυτόν τον νεαρό μεθύστακα. Θα...»
«Σκασίλα μου μεγάλη για τις συμφωνίες που έχεις κάνει με τον έναν και με τον άλλον, κόρη της άμμου», τη διέκοψε απότομα ο Ματ. Τελικά, δεν ήλεγχε αρκετά τον θυμό του. Μέχρι εκεί μπορούσε ένας άντρας.
Ένα αγκομαχητό τρόμου ακούστηκε από τις γυναίκες πίσω της. Κάπου χίλια χρόνια πριν, μια γυναίκα των Θαλασσινών είχε αποκαλέσει έναν Εσσένιο στρατιώτη γιο της άμμου λίγο πριν προσπαθήσει να του καρφώσει μια λεπίδα στα πλευρά. Η μνήμη αυτού του γεγονότος βρισκόταν βαθιά χωμένη στο κεφάλι του Ματ Κώθον. Δεν ήταν η χειρότερη προσβολή που μπορούσες να απευθύνεις σε έναν Άθα'αν Μιέρε, πάντως ήταν αρκετά άσχημη. Το πρόσωπο της Ρενάιλ αναψοκοκκίνισε τόσο, που ήταν έτοιμο να εκραγεί. Συρίζοντας σχεδόν και με τα μάτια πεταμένα έξω από την οργή, σηκώθηκε όρθια, ενώ το στιλέτο με τη φεγγαρόπετρα άστραψε στην παλάμη της.
Ο Ματ της το άρπαξε από το χέρι, πριν προλάβει η λάμα να τον βρει στο στήθος, και πέταξε τη γυναίκα στο κάθισμά της. Ήταν αρκετά γρήγορος, και σ' αυτό τον βοηθούσε η οξυθυμία του. Άσχετα από το πόσες γυναίκες πίστευαν πως μπορούσαν να τον κάνουν ό,τι ήθελαν, αυτός δεν έχανε ποτέ την αυτοκυριαρχία του. «Άκουσέ με, ξεροκέφαλη γυναίκα». Εντάξει, ίσως τελικά να μην μπορούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του. «Η Νυνάβε με την Ηλαίην σάς έχουν ανάγκη, αλλιώς θα αφήσω το γκόλαμ να τσακίσει τα κόκαλά σας και το Μαύρο Άτζα να μαζέψει τα απομεινάρια σας. Όσον αφορά εσένα δε, εγώ είμαι ο Κύριος των Λεπίδων κι οι λεπίδες μου είναι γυμνές πλέον». Δεν ήξερε ακριβώς τι σήμαινε αυτό, αλλά μια φορά είχε πάρει το αυτί του το εξής γνωμικό: "Όταν οι λεπίδες είναι γυμνές, ακόμα κι η Κυρά των Πλοίων υποκλίνεται στον Κύριο των Λεπίδων". «Ιδού η συμφωνία μας: Θα πας όπου σε διατάξουν η Ηλαίην κι η Νυνάβε, κι εγώ, σε αντάλλαγμα, δεν θα σας δέσω σαν σαμάρια πάνω στα άλογα!»
Δεν ήταν ο καταλληλότερος τρόπος για να συνεχίσει να μιλάει στην Ανεμοσκόπο της Κυράς των Πλοίων. Η Ρενάιλ τρεμούλιασε από την προσπάθεια να συγκρατηθεί για να μην τον αρπάξει με γυμνά χέρια, παραβλέποντας εντελώς το στιλέτο της που κρατούσε εκείνος στα δικά του. «Συμφωνούμε, κάτω από το Φως!» γρύλισε. Τα μάτια της κόντευαν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους ενώ ανοιγόκλεινε το στόμα της, με τη σύγχυση και τη δυσπιστία να εναλλάσσονται στα χαρακτηριστικά της. Αυτή τη φορά, το αγκομαχητό έμοιαζε με άνεμο που παρασέρνει τις κουρτίνες.
«Σύμφωνοι», είπε γρήγορα ο Ματ κι, αγγίζοντας τα χείλη του με τα δάχτυλά του, τα πίεσε μετά στα δικά της.
Ένα λεπτό αργότερα η γυναίκα έκανε το ίδιο, ενώ τα δάχτυλά της έτρεμαν πάνω στα χείλη του. Ο Ματ κράτησε μπροστά της το στιλέτο κι αυτή το κοίταξε με απάθεια πριν του το πάρει από τα χέρια. Η λάμα γλίστρησε μέσα στο διακοσμημένο θηκάρι της. Δεν ήταν ευγενικό να σκοτώσεις κάποιον με τον οποίο μόλις είχες συνάψει μια συμφωνία. Αν μη τι άλλο, όχι πριν εκπληρωθούν οι όροι. Μουρμουρητά ακούστηκαν μεταξύ των γυναικών που κάθονταν πίσω από το κάθισμά της, όλο και πιο έντονα, κι η Ρενάιλ αναδεύτηκε και χτύπησε τις παλάμες της μεταξύ τους, με αποτέλεσμα, τόσο οι Ανεμοσκόποι, όσο κι οι Κυματοκυρές, να σιωπήσουν το ίδιο γρήγορα με τους εκπαιδευόμενους μούτσους.
«Νομίζω πως μόλις συνήψα μια συμφωνία με έναν τα'βίρεν», είπε η γυναίκα με εκείνη την ψυχρή βαθιά φωνή. Ήταν ικανή να διδάξει στις Άες Σεντάι μαθήματα άμεσης αυτοκυριαρχίας. «Κάποια μέρα όμως, Αφέντη Κώθον, και με την ευλογία του Φωτός, νομίζω πως θα περπατήσεις πάνω σε σχοινί για μένα».