Ο Ματ δεν είχε ιδέα τι μπορεί να σήμαινε αυτό, αλλά από τον τόνο της φωνής της θα ήταν κάτι μάλλον δυσάρεστο. Έβαλε τα δυνατά του. «Φωτός θέλοντος, όλα είναι πιθανά», μουρμούρισε, επιστρέφοντας την αβροφροσύνη. Το χαμόγελο της γυναίκας, ωστόσο, ήταν επικίνδυνα ελπιδοφόρο.
Όταν στράφηκε να κοιτάξει την ομήγυρη, στο υπόλοιπο δωμάτιο, ανακάλυψε πως όλες τον κοιτούσαν σαν να είχαν ξεφυτρώσει κέρατα στο κεφάλι του. «Καμιά άλλη διαφωνία;» ρώτησε πικρόχολα, δίχως να περιμένει απάντηση. «Δεν νομίζω, ε; Σε αυτήν την περίπτωση, προτείνω να βρείτε ένα μέρος σε μεγάλη απόσταση και να φύγουμε το συντομότερο, μόλις πακετάρετε τα πράγματά σας».
Και τότε, άρχισε ένας καταιγισμός προτάσεων. Η Ηλαίην, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, ανέφερε το Κάεμλυν, ενώ η Κάρεαν πρότεινε μερικά απομονωμένα χωριά στους Μαύρους Λόφους, αρκετά προσβάσιμα μέσω της πύλης. Μα το Φως, οποιοδήποτε μέρος ήταν προσβάσιμο μέσω μιας πύλης. Η Βαντέν ανέφερε το Άραφελ, κι η Αβιέντα το Ρουίντιαν, στην Ερημιά του Άελ. Οι Θαλασσινές άρχισαν να πέφτουν σε μελαγχολία, καθώς τα ονόματα που ακούγονταν ξεμάκραιναν όλο και πιο πολύ από τη θάλασσα. Όλα ήταν μια επίδειξη. Για τον Ματ, τουλάχιστον, αυτό ήταν ξεκάθαρο, παρακολουθώντας τη Νυνάβε να ψηλαφίζει αφηρημένα κι ανυπόμονα την πλεξούδα της, παρά τις καταιγιστικές προτάσεις.
«Μπορώ να μιλήσω, Άες Σεντάι;» είπε κάπως άτολμα η Ρεάνε, σηκώνοντας ακόμα και το χέρι της. «Το Σόι έχει στην κατοχή του μια φάρμα στην απέναντι όχθη του ποταμού, λίγα μίλια προς τον Βορρά. Όλοι ξέρουν πως αποτελεί άσυλο για γυναίκες που επιθυμούν διαλογισμό κι ησυχία, αλλά κανείς δεν το έχει συνδέσει με μας. Τα οικήματα είναι τεράστια κι άνετα, αν χρειαστεί να παραμείνουμε για αρκετό καιρό, και...»
«Σωστά», τη διέκοψε η Νυνάβε. «Νομίζω πως είναι το κατάλληλο μέρος. Εσύ τι λες, Ηλαίην;»
«Φαντάζει θαυμάσιο, Νυνάβε. Ξέρω πως η Ρενάιλ θα το εκτιμήσει πολύ, από τη στιγμή που βρίσκεται κοντά σε θάλασσα». Οι υπόλοιπες πέντε αδελφές συμφώνησαν πως ήταν ένα σημείο πολύ ευνοϊκό και πως αυτή η πρόταση ήταν η καλύτερη μέχρι στιγμής.
Ο Ματ έριξε μια απεγνωσμένη ματιά ψηλά. Ήταν άξιον απορίας γιατί η Τάυλιν δεν μπορούσε να δει τι βρισκόταν κάτω από τη μύτη της. Η Ρενάιλ, ωστόσο, αρπάχτηκε από αυτό σαν πέστροφα που τσιμπάει το δόλωμα. Αυτό ήταν και το ζητούμενο, άλλωστε. Για κάποιον λόγο, δεν χρειαζόταν να ξέρει πως η Νυνάβε κι η Ηλαίην τα είχαν κανονίσει όλα εκ των προτέρων. Οδήγησε έξω τις υπόλοιπες Θαλασσινές για να μαζέψουν τα υπάρχοντά τους προτού η Νυνάβε κι η Ηλαίην άλλαζαν γνώμη. Αυτές οι δύο θα ακολουθούσαν τη Μέριλιλ και τις υπόλοιπες Άες Σεντάι, αλλά ο Ματ τούς ένευσε με το δάχτυλο. Αντάλλαξαν βλέμματα -ο ίδιος θα χρειαζόταν μία ώρα για να πει όσες κουβέντες είχαν ανταλλάξει εκείνες με τις ματιές τους· και τελικά, προς μεγάλη του έκπληξη, ήρθαν προς το μέρος του. Η Αβιέντα με την Μπιργκίτε παρακολουθούσαν από την πόρτα κι η Τάυλιν από το κάθισμά της.
«Λυπάμαι πολύ που σε εκμεταλλεύτηκα», είπε η Ηλαίην πριν ο Ματ προλάβει να ξεστομίσει λέξη. Το χαμόγελό της έκανε ακόμα πιο έντονο το λακκάκι. «Είχαμε τους λόγους μας, Ματ, πίστεψέ με».
«Τους οποίους δεν είναι ανάγκη να μάθεις», πρόσθεσε σταθερά η Νυνάβε, πετώντας την πλεξούδα πάνω από τον ώμο της με ένα χαρακτηριστικό τίναγμα του κεφαλιού, που έκανε το χρυσό δαχτυλίδι να αναπηδήσει στο στήθος της. Ο Λαν θα πρέπει να ήταν τρελός. «Ομολογώ πως δεν περίμενα να κάνεις όσα έκανες. Τι σε έκανε να πιστέψεις ότι θα μπορούσες να τους φοβερίσεις; Ήσουν ικανός να τα τινάξεις όλα στον αέρα».
«Τι αξία έχει, αν δεν ρισκάρεις πού και πού;» απάντησε ο Ματ φαιδρά. Το ίδιο τού έκανε, ακόμα κι αν πίστευαν πως όλα ήταν προσχεδιασμένα αντί απλώς θέμα διάθεσης. Ωστόσο, και πάλι τον είχαν εκμεταλλευτεί δίχως να του το πουν, και ήθελε πολύ να τους το ανταποδώσει. «Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να κάνεις συμφωνία με τους Θαλασσινούς, άσε να το αναλάβω εγώ. Μπορεί να είναι καλύτερη η κατάληξη». Χρωματιστές κηλίδες φούντωσαν στα μάγουλα της Νυνάβε, πράγμα που υποδήλωνε πως ο Ματ είχε πετύχει ακριβώς τον στόχο του. Υπό τις δεδομένες συνθήκες, δεν τα πήγε κι άσχημα.
Η Ηλαίην, πάντως, απλώς μουρμούρισε: «Να ένα πολύ οξυδερκές υποκείμενο». Ο τόνος της φωνής της έκρυβε μια αξιοθρήνητη θυμηδία. Ήταν πολύ πιο βολικό να είναι στις καλές της παρά στις κακές της.
Προχώρησαν προς την πόρτα, δίχως να του επιτρέψουν να πει περισσότερα. Εν πάση περιπτώσει, δεν πίστευε κι ο ίδιος πως θα του έδιναν εξηγήσεις. Άλλωστε, κι οι δυο τους ήταν Άες Σεντάι μέχρι το κόκαλο. Ο άνθρωπος μάθαινε να ζει με ό,τι είχε στη διάθεσή του.