Η σκέψη της Τάυλιν δεν τον απασχολούσε πια, αλλά δεν συνέβαινε το ίδιο και με τη Βασίλισσα, η οποία τον πρόλαβε πριν καλά-καλά κάνει δύο βήματα. Η Νυνάβε κι η Ηλαίην σταμάτησαν στην πόρτα, μαζί με την Αβιέντα και την Μπιργκίτε, παρακολουθώντας τους. Έτσι, είδαν ξεκάθαρα την Τάυλιν να τσιμπάει τα πισινά του. Υπάρχουν μερικά πράγματα με τα οποία πολύ δύσκολα μαθαίνει να ζει κανείς. Μια έκφραση συμπόνιας χαράχτηκε στο πρόσωπο της Ηλαίην, ενώ η Νυνάβε τους αγριοκοίταζε γεμάτη αποδοκιμασία. Η Αβιέντα πάλεψε να μη γελάσει και το μειδίαμα της Μπιργκίτε ήταν κάτι παραπάνω από έντονο. Ήξεραν τα πάντα. Όλες τους.
«Η Νυνάβε πιστεύει πως δεν είσαι παρά ένα μικρό αγόρι κι έχεις ανάγκη προστασίας», του είπε η Τάυλιν χωρίς να πάρει ανάσα. «Εγώ, όμως, ξέρω πως είσαι ενήλικος». Το μουλωχτό γελάκι της έκανε το σχόλιο αυτό ένα από τα πιο χυδαία που είχε ακούσει ποτέ. Οι τέσσερις γυναίκες που στέκονταν στην πόρτα πρόσεξαν πως το πρόσωπό του έγινε κόκκινο σαν παντζάρι. «Θα μου λείψεις, πιτσουνάκι μου. Αυτό που έκανες στη Ρενάιλ ήταν άκρως εντυπωσιακό. Θαυμάζω πολύ τους δυναμικούς άντρες».
«Κι εμένα θα μου λείψεις», μουρμούρισε ο Ματ. Σοκαρισμένος, συνειδητοποίησε πως δεν έλεγε ψέματα. Πάνω στην ώρα άφηνε το Έμπου Νταρ. «Αν όμως συναντηθούμε ξανά, θα είμαι εγώ ο κυνηγός».
Η γυναίκα κάγχασε ελαφρά και τα μαύρα αετίσια μάτια σχεδόν άστραψαν. «Θαυμάζω τους δυναμικούς άντρες, παπάκι μου, αλλά όχι όταν προσπαθούν να μου επιβληθούν». Τον άρπαξε από τα αυτιά και του τράβηξε κάτω το κεφάλι για να τον φιλήσει.
Δεν είδε τη Νυνάβε και τις υπόλοιπες να φεύγουν, αλλά βγήκε έξω με ασταθές βήμα και τακτοποίησε την πουκαμίσα του. Έπρεπε, όμως, να επιστρέψει, για να πάρει τη λόγχη και το καπέλο του που ήταν ακουμπισμένα σε μια γωνία. Η γυναίκα δεν είχε ίχνος ντροπής.
Είδε τον Θομ και τον Τζούιλιν να βγαίνουν από τα διαμερίσματα της Τάυλιν, ακολουθούμενοι από τον Νέριμ και τον Λό-πιν, τα παλικάρια του Ναλέσεν. Ο καθένας τους έσερνε ένα μεγάλο, ψάθινο καλάθι που προοριζόταν για σαμάρι. Κατάλαβε πως ήταν γεμάτα με τα υπάρχοντα του νεκρού. Ο Τζούιλιν κουβαλούσε το άχορδο τόξο του Ματ με τη φαρέτρα περασμένη στον ένα του ώμο. Η Τάυλιν δεν είχε πει ότι θα τον μετέφερε σε άλλο δωμάτιο;
«Αυτό το βρήκα στο μαξιλάρι σου», είπε ο Θομ, δίνοντας του το δαχτυλίδι που του φαινόταν ότι είχε αγοράσει μήνες πριν. «Μοιάζει με αποχαιρετιστήριο δώρο. Πάνω και στα δύο μαξιλάρια υπήρχαν απλωμένοι ερωτικοί φιόγκοι και διάφορα άλλα λουλούδια».
Ο Ματ πέρασε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό του. «Δικό μου είναι, που να σε πάρει. Το πλήρωσα».
Ο γερο-βάρδος χάιδεψε τα μουστάκια του κι έβηξε αμήχανα, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να καταπνίξει ένα ξαφνικό πλατύ μειδίαμα. Ο Τζούιλιν έβγαλε το γελοίο Ταραμπονέζικο καπέλο κι απορροφήθηκε στη μελέτη του εσωτερικού του.
«Αίμα και φωτιά...!» Ο Ματ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ελπίζω να φροντίσατε και για τα δικά σας υπάρχοντα», είπε ευθέως, «γιατί, με το που θα βρω τον Όλβερ, φεύγουμε κατ’ ευθείαν, ακόμα κι αν χρειαστεί να αφήσουμε πίσω μας καμιά μουχλιασμένη άρπα ή κανέναν σκουριασμένο ξιφοθραύστη». Ο Τζούιλιν έβαλε το δάχτυλό του στην άκρη του ματιού του —ό,τι κι αν σήμαινε αυτή η χειρονομία- κι ο Θομ συνοφρυώθηκε. Η προσβολή απέναντι στο λαούτο ή την άρπα του αποτελούσε προσβολή απέναντι στον ίδιον.
«Άρχοντά μου», είπε ο Λόπιν θρηνητικά. Ήταν ένας σκουρόχρωμος φαλακρός άντρας, πιο παχουλός από τη Σουμέκο, και το μαύρο απέριττο πανωφόρι των Δακρυνών που φορούσε, μάλλον σφικτό στη μέση παρά χαλαρό, όπως του Τζούιλιν, ήταν σχεδόν εφαρμοστό επάνω του. Συνήθως ήταν σοβαρός, όπως ο Νέριμ, αλλά τώρα τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν να είχε κλάψει. «Άρχοντά μου, θα μπορούσα να παραμείνω για λίγο, για να δω την ταφή του Άρχοντα Ναλέσεν; Ήταν πολύ καλός αφέντης».
Ο Ματ δεν ήθελε να του αρνηθεί. «Όποιος μείνει πίσω μπορεί να χρειαστεί να παραμείνει εδώ αρκετό καιρό, Λόπιν», του απάντησε ευγενικά. «Άκου, θα χρειαστώ κάποιον να με βοηθήσει να βρω τον Όλβερ. Ο Νέριμ είναι πολύ απασχολημένος, γι' αυτό θα τον στείλω πίσω, στον Ταλμέηνς. Αν θες, μπορώ να σε κρατήσω». Είχε συνηθίσει να έχει κάποιον στη δούλεψή του, κι οι καιροί ήταν δύσκολοι για κάποιον που αναζητούσε δουλειά.
«Το θέλω πάρα πολύ, Άρχοντά μου», απάντησε ο άντρας βαρύθυμα. «Ο νεαρός Όλβερ μού θυμίζει τον νεότερο γιο της αδελφής μου».
Ωστόσο, όταν μπήκαν στα πρότερα διαμερίσματα του Ματ, βρήκαν εκεί την Αρχόντισσα Ρισέλ, ντυμένη πολύ πιο σεμνά από την τελευταία φορά που την είχε δει, και μόνη.
«Γιατί, έπρεπε να τον κρατάω δεμένο μαζί μου;» είπε, κι εκείνο το εντυπωσιακό στήθος ανεβοκατέβηκε γεμάτο συναίσθημα καθώς η γυναίκα στήριξε τις γροθιές της στους γοφούς της. Φαίνεται πως το παπάκι της Βασίλισσας δεν είχε δικαίωμα να θυμώσει με τους ακόλουθούς της. «Αν πετσοκόψεις τα φτερά του αγοριού, δεν θα γίνει ποτέ άντρας. Διάβασε καθισμένος στα γόνατά μου -θα μπορούσε να διαβάζει όλη μέρα, αν του το επέτρεπα- κι έκανε και την αριθμητική του, γι' αυτό τον άφησα. Τι σε πειράζει εσένα; Υποσχέθηκε πως θα γυρίσει με τη δύση του ήλιου, και δεν νομίζω πως δεν τηρεί τις υποσχέσεις του».