Ακουμπώντας το ασανταρέι στην παλιά του γωνιά, ο Ματ διέταξε τους άντρες του να αφήσουν τα φορτία τους και να πάνε να βρουν τον Βάνιν και τους υπόλοιπους Κοκκινόχερους. Κατόπιν, έπαψε να ασχολείται με το υπέροχο μπούστο της Ρισέλ κι έτρεξε στα διαμερίσματα που μοιραζόταν η Νυνάβε με τις άλλες γυναίκες. Εκεί, στο καθιστικό, ήταν μαζεμένοι όλοι, συμπεριλαμβανομένου του Λαν με τον χαρακτηριστικό μανδύα του Πρόμαχου ριγμένο στην πλάτη και το δισάκι στον ώμο. Το δισάκι φαίνεται πως ανήκε τόσο στον ίδιο όσο και στη Νυνάβε. Κάμποσοι σωροί ρούχων καθώς κι αρκετά σεντούκια, όχι και πολύ μικρά σε μέγεθος, ήταν σκόρπια στο πάτωμα. Ο Ματ αναρωτήθηκε αν θα υποχρέωναν τον Λαν να τα κουβαλήσει κι αυτά.
«Φυσικά και πρέπει να πας να τον βρεις, Ματ Κώθον», του είπε η Νυνάβε. «Τι νόμισες, ότι θα εγκαταλείπαμε το αγόρι στην τύχη του;» Ακούγοντάς τη, θα νόμιζε κανείς πως αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει ο ίδιος.
Ξαφνικά, βρέθηκε εν μέσω ενός καταιγισμού προσφορών βοήθειας, όχι μόνο εκ μέρους της Νυνάβε και της Ηλαίην, οι οποίες προσφέρθηκαν να μην πάνε στη φάρμα, αλλά και του Λαν, της Μπιργκίτε και της Αβιέντα, που ήθελαν να τον βοηθήσουν στην έρευνα. Ο Λαν ήταν ψυχρός σαν πέτρα σχετικά με αυτό το ζήτημα, βλοσυρός όπως πάντα, αλλά η Μπιργκίτε με την Αβιέντα...
«Δεν θα το αντέξω, αν πάθει κάτι αυτό το παιδί», είπε η Μπιργκίτε, κι η Αβιέντα πρόσθεσε θερμά: «Πάντα έλεγα πως δεν τον φροντίζεις κατάλληλα».
Τα δόντια του Ματ έτριξαν. Στους δρόμους της πόλης, ο Όλβερ μπορεί να αναγκαζόταν να τα βγάλει πέρα με οκτώ άντρες πριν γυρίσει πίσω, με τη δύση του ήλιου. Ναι, ίσως να τηρούσε τις υποσχέσεις του, αλλά σίγουρα δεν θα άφηνε να πάει χαμένη μια καλή ευκαιρία ανεξαρτησίας. Περισσότερα μάτια σήμαινε γρηγορότερη έρευνα, ειδικά αν βοηθούσαν κι οι Σοφές. Ο Ματ δίστασε για λίγο. Είχε τις δικές του υποσχέσεις να τηρήσει, αν κι ήταν αρκετά συνετός ώστε μην αναφέρει τίποτα.
«Το Κύπελλο είναι πολύ σημαντικό», τους είπε. «Το γκόλαμ εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί έξω, ίσως κι η Μογκέντιεν με το Μαύρο Άτζα». Τα ζάρια βροντούσαν μέσα στο κεφάλι του. Η Αβιέντα δεν θα το εκτιμούσε και τόσο να συνεργαστεί με τη Νυνάβε και την Ηλαίην, αλλά δεν έδινε δεκάρα. Στράφηκε προς το μέρος του Λαν και της Μπιργκίτε. «Φροντίστε για την ασφάλειά τους μέχρι να επικοινωνήσω μαζί σας. Τα μάτια σας δεκατέσσερα».
Παραδόξως, η Αβιέντα είπε: «Μείνε ήσυχος. Το υποσχόμαστε». Κατόπιν, ψαχούλεψε τη λαβή του μαχαιριού της. Προφανώς, δεν καταλάβαινε πως ανήκε κι η ίδια ανάμεσα σ' αυτούς που έπρεπε να παραμείνουν ασφαλείς.
Κάτι που αντιλήφθηκαν αμέσως η Νυνάβε κι η Ηλαίην. Το ξαφνικό αγριοκοίταγμα της Νυνάβε ήταν τόσο έντονο, ώστε θα μπορούσε να ανοίξει τρύπα στο κρανίο του Ματ. Περίμενε πως θα τίναζε μπροστά την πλεξούδα της, αλλά περιέργως, ενώ το χέρι της υψώθηκε προς τα εκεί, ξαναέπεσε άτονα στο πλευρό της. Η Ηλαίην περιορίστηκε στο να ανασηκώσει το πηγούνι της, ενώ τα μεγάλα γαλάζια μάτια της ήταν παγερά. Τα λακκάκια είχαν εξαφανιστεί.
Ο Λαν κι η Μπιργκίτε αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε.
«Η Νυνάβε είναι η ίδια μου η ζωή», είπε απλά ο Λαν, τοποθετώντας το χέρι του γύρω από τον ώμο της. Το παράξενο ήταν πως, ξαφνικά, η γυναίκα έμοιαζε πολύ λυπημένη κι, εξίσου ξαφνικά, το σαγόνι της σφίχτηκε, λες κι ήταν έτοιμη να περάσει μέσα από συμπαγή τοίχο.
Η Μπιργκίτε κοίταξε με επιείκεια την Ηλαίην, αλλά απευθύνθηκε στον Ματ. «Το υπόσχομαι», είπε. «Στην τιμή μου».
Ο Ματ γράπωσε αμήχανα το πανωφόρι του. Δεν ήταν σίγουρος πόσα της είχε αποκαλύψει κατά τη διάρκεια της μέθης του. Μα το Φως, αυτή η γυναίκα ήταν ικανή να απορροφήσει όσα μάθαινε σαν ξεραμένη άμμος που διψάει για λίγη δροσιά. Ακόμα κι έτσι όμως, της έδωσε την κατάλληλη απάντηση για Μπαρασάντιο άρχοντα, αποδεχόμενος τη δέσμευσή της. «Η τιμή του αίματος. Η αλήθεια του αίματος». Η Μπιργκίτε ένευσε και, κρίνοντας από τις ματιές που της έριξαν η Νυνάβε με την Ηλαίην, εξακολουθούσε να κρατάει σφραγισμένα τα μυστικά της. Μα το Φως, αν κάποια Άες Σεντάι ανακάλυπτε ποτέ αυτές τις αναμνήσεις, θα μπορούσαν να μάθουν κι ότι είχε φυσήξει το ίδιο το Κέρας. Και τότε θα τον έκαναν να τους τα ομολογήσει όλα, είτε φορούσε την κεφαλή της αλεπούς είτε όχι.