Προσπάθησε να κινηθεί γρήγορα, αποφεύγοντας δεξιοτεχνικά τις άμαξες και τις καρότσες με τους μικρούς τροχούς και βρίζοντας τα λουστραρισμένα ατομικά φορεία και τα αμάξια που κόντευαν να τον ρίξουν κάτω, ενώ το βλέμμα του πεταγόταν από δω κι από κει, αναζητώντας ένα κόκκινο πανωφόρι. Η φούρια του δρόμου όμως τον επιβράδυνε, αναγκάζοντάς τον να κινηθεί σε ελικοειδή πορεία. Καλύτερα, από μια άποψη, αλλιώς κινδύνευε να προσπεράσει το αγόρι και να μην το προσέξει. Ευχήθηκε να είχε φέρει μαζί του τον Πιπς, από τους στάβλους του παλατιού, και κοίταξε συνοφρυωμένος τον κόσμο που τον προσπερνούσε. Ακόμα κι ένας έφιππος δεν θα κινούνταν πολύ πιο γρήγορα μέσα σε τόσο πλήθος, αλλά θα μπορούσε να δει μακρύτερα, καθότι θα ήταν ανεβασμένος στη σέλα. Από την άλλη, θα φάνταζε λίγο περίεργο να κάνει ερωτήσεις ένας καβαλάρης. Δεν ήταν και πολλοί αυτοί που κυκλοφορούσαν έφιπποι εντός πόλεως, κι ο περισσότερος κόσμος είχε την τάση να απομακρύνεται μόλις έβλεπε καβαλάρη.
Η ίδια ερώτηση ξανά και ξανά. Η πρώτη φορά που ρώτησε ήταν σε μια γέφυρα, ακριβώς κάτω από την Πλατεία Μολ Χάρα. Ήταν ένας τύπος που πουλούσε ψητά μελωμένα μήλα σε έναν δίσκο που κρεμόταν από ένα λουρί περασμένο στον λαιμό του. «Μήπως πρόσεξες ένα αγόρι, σ' αυτό το ύψος περίπου, με ένα κόκκινο πανωφόρι;» Στον Όλβερ άρεσαν τα γλυκά.
«Ένα αγόρι, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο τύπος, ρουφώντας αέρα μέσα από τα ελάχιστα δόντια που του είχαν απομείνει. «Έχω δει χιλιάδες αγόρια. Δεν θυμάμαι, όμως, κανένα που να φορούσε πανωφόρι. Θα ήθελες ένα δυο μήλα;» Άρπαξε με τα κοκαλιάρικα χέρια του δύο μήλα και τα έτεινε προς το μέρος του Ματ. Από τον τρόπο που ζουλήχτηκαν κάτω από τα δάχτυλά του, γινόταν εύκολα αντιληπτό πως ήταν πολύ πιο ώριμα απ' όσο δικαιολογούσε το ψήσιμό τους. «Άκουσες τίποτε για την εξέγερση, Άρχοντά μου;»
«Όχι», απάντησε ξινά ο Ματ και συνέχισε να προχωράει. Στην άλλη μεριά της γέφυρας σταμάτησε μια πλαδαρή γυναίκα με έναν δίσκο γεμάτο κορδέλες. Οι κορδέλες δεν εντυπωσίαζαν τον Όλβερ, αλλά τα κόκκινα μισοφόρια άστραφταν κάτω από μια φούστα ραμμένη μέχρι σχεδόν τον αριστερό γοφό, κι η κοψιά του μπούστου αποκάλυπτε ένα στρογγυλό χώρισμα παρόμοιο με της Ρισέλ. «Μήπως είδες ένα αγόρι...;»
Η γυναίκα, καθώς κι οι μισοί απ’ όσους ρώτησε, τον πληροφόρησαν για την εξέγερση. Υποψιάστηκε πως η φήμη αυτή είχε αρχίσει να εξαπλώνεται με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα σε ένα συγκεκριμένο σπίτι του Ράχαντ το ίδιο πρωί. Μια γυναίκα οδηγός άμαξας, με το μακρύ μαστίγιο τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό της, του είπε πως η εξέγερση είχε ξεκινήσει από την άλλη μεριά του ποταμού και πως δεν πρόσεχε ποτέ τα αγόρια, εκτός κι αν χώνονταν κάτω από τα πόδια των μουλαριών της. Ένας άντρας με τετραγωνισμένο πρόσωπο που πουλούσε κερήθρες -υπερβολικά ξερές κερήθρες- του είπε ότι η εξέγερση έγινε κοντά στον φάρο, στο τέλος του Δρόμου του Κόλπου, στην ανατολική πλευρά του στομίου του κόλπου, ένα μέρος που προσφερόταν για εξεγέρσεις όσο κι ο ίδιος ο κόλπος. Τουλάχιστον χίλιες διαφορετικές εκδοχές κυκλοφορούσαν στην πόλη, κι ο Ματ αναγκαζόταν να τις ακούει όλες αποσπασματικά. Μια από τις πιο όμορφες γυναίκες που είχε δει ποτέ του στεκόταν έξω από μια ταβέρνα· η Μέιλιν μπορεί να ήταν μια απλή σερβιτόρα στο Γέρικο Πρόβατο, αλλά φαίνεται πως η δουλειά της ήταν να στέκεται έξω για να προσελκύει κόσμο, κάτι που έκανε και με το παραπάνω. Του είπε, λοιπόν, πως είχε δοθεί μια μάχη εκείνο το πρωί, στους Λόφους Κορντέσε, απ’ όσο θυμόταν. Ίσως, πάλι, να ήταν στους Λόφους του Ράννον, διαγώνια στον κόλπο, αλλά μπορεί και να... Η Μέιλιν ήταν εντυπωσιακά όμορφη αλλά αρκετά αργόστροφη. Ο Όλβερ θα μπορούσε να την κοιτάζει επί ώρες, με την προϋπόθεση ότι εκείνη δεν θα μιλούσε. Ωστόσο, δεν θυμόταν να πρόσεξε κανένα αγόρι με... Τι χρώμα είπε ότι είχε το πανωφόρι του; Ο Ματ άκουσε πολλά σχετικά με εξεγέρσεις και μάχες και για παράξενα πράγματα που φάνηκαν στον ουρανό ή στους γύρω λόφους, τόσα που ούτε η Μάστιγα δεν θα τα χωρούσε. Άκουσε πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας ήταν έτοιμος να κάνει εισβολή στην πόλη ηγούμενος χιλιάδων αντρών με την ικανότητα της διαβίβασης, ότι έρχονταν οι Αελίτες, ότι υπήρχε ένας ολόκληρος στρατός από Άες Σεντάι - ή μήπως από Λευκομανδίτες; Ο Πέντρον Νάιαλ ήταν νεκρός και τα Τέκνα είχαν σκοπό να πάρουν εκδίκηση, αν και δεν ήταν ξεκάθαρος ο λόγος που έπρεπε να το κάνουν στο Έμπου Νταρ. Θα έλεγε κανείς πως η πόλη είχε καταληφθεί από πανικό με όλες αυτές τις φήμες που κυκλοφορούσαν τριγύρω, αλλά η αλήθεια ήταν πως, ακόμα κι όσοι διέδιδαν τις ιστορίες, δεν τις πολυπίστευαν. Άκουσε, λοιπόν, ένα σωρό ανοησίες, αλλά ούτε λέξη για κάποιο αγόρι με κόκκινο πανωφόρι.