Выбрать главу

Λίγους δρόμους μακρύτερα από το ποτάμι ακούστηκαν κεραυνοί, κούφιες βροντές που έμοιαζαν να έρχονται από την κατεύθυνση της θάλασσας, Οι περαστικοί κοίταξαν με περιέργεια ψηλά, στον ασυννέφιαστο ουρανό, έξυσαν απορημένοι τα κεφάλια τους και συνέχισαν τη δουλειά τους. Το ίδιο έκανε κι ο Ματ, εξακολουθώντας να ρωτάει κάθε πλανόδιο μικροπωλητή γλυκών ή φρούτων, καθώς κι οποιαδήποτε μορφονιά συναντούσε στον δρόμο του. Αποτέλεσμα μηδέν. Φτάνοντας στη μακρόστενη πέτρινη προκυμαία, η οποία κατελάμβανε όλη την έκταση της όχθης του ποταμού που έβλεπε προς την πόλη, σταμάτησε και κοίταξε εξεταστικά τις γκρίζες αποβάθρες που απλώνονταν μέσα στο νερό, και τα δεμένα πλοιάρια. Ο άνεμος ήταν ισχυρός κι έκανε τα σκάφη να ανεβοκατεβαίνουν στα αγκυροβόλια τους, τρίβοντάς τα πάνω στις πέτρινες αποβάθρες, παρά τα γεμάτα με μάλλινο ύφασμα σακίδια που κρέμονταν από τα πλευρά τους και λειτουργούσαν ως προφυλακτήρες. Σε αντίθεση με τα άλογα, τα πλοία δεν ενδιέφεραν τόσο τον Όλβερ, ο οποίος τα έβλεπε μονάχα ως μέσα μεταφοράς. Τα πλοία στο Έμπου Νταρ αποτελούσαν αντρική ασχολία, ασχέτως του φορτίου που κουβαλούσαν. Οι γυναίκες στις αποβάθρες θα ήταν ή έμποροι που πρόσεχαν τα αγαθά τους ή οπλισμένα μέλη της συντεχνίας των λιμενεργατών. Εδώ, πάντως, δεν υπήρχαν πλανόδιοι μικροπωλητές.

Ήταν έτοιμος να φύγει, όταν συνειδητοποίησε πως δεν κινούνταν κανείς. Οι αποβάθρες συνήθως ξεχείλιζαν από κόσμο, τώρα όμως, σε κάθε πλοίο που έβλεπε, το πλήρωμα ήταν παραταγμένο στην κουπαστή και σκαρφαλωμένο στα κιγκλιδώματα, κοιτώντας προς την κατεύθυνση του κόλπου. Τα βαρέλια και τα καφάσια είχαν εγκαταλειφθεί, ενώ άντρες χωρίς πουκαμίσες και γυναίκες με πράσινα πέτσινα γιλέκα συνωστίζονταν στην άκρη της αποβάθρας για να κοιτάξουν ανάμεσα στα πλοία, προς τον Νοτιά, εκεί απ' όπου ακούγονταν οι βροντές. Από κάπου μακριά, μαύρος καπνός υψωνόταν σε πυκνές στήλες, κι ο άνεμος τον παρέσυρε απότομα προς τον Βορρά.

Ο Ματ δεν δίστασε πάνω από μια στιγμή κι άρχισε να βαδίζει στο μήκος της πλησιέστερης αποβάθρας. Αρχικά, τα πλοία που ήταν δεμένα στα πέτρινα δάχτυλα που έβλεπαν προς τον Νότο, του έκρυβαν τη θέα, και το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ο καπνός. Η ακτογραμμή είχε τέτοια διαμόρφωση, ώστε η κάθε αποβάθρα να εξέχει λίγο περισσότερο από την προηγούμενη. Όταν, όμως, βρέθηκε ανάμεσα στην οχλαγωγία στην άλλη άκρη, παρατήρησε πως ο ποταμός φάρδαινε και γινόταν ένα ανοιχτό μονοπάτι από φουρτουνιασμένα πράσινα νερά που έσκαζαν προς τη μεριά του γεμάτου κύματα κόλπου.

Τουλάχιστον δυο ντουζίνες πλοία καίγονταν στην ανοιχτή έκταση του κόλπου, ίσως και περισσότερα. Η φωτιά τα κατάπινε απ' άκρη σ' άκρη. Μερικά άλλα ήταν ήδη σχεδόν βυθισμένα, και μόνο κάποια πρύμνη ή πλώρη εξείχε ακόμα πάνω από τα νερά, κι αυτή όχι για πολύ. Ενόσω κοιτούσε, η πλώρη ενός φαρδιού δικάταρτου σκάφους, με ένα τεράστιο λάβαρο σε πορφυρό, γαλάζιο και χρυσό χρώμα, το λάβαρο της Αλτάρα, ανατινάχτηκε ξαφνικά με έναν τρομακτικό κρότο, ενώ παχιές τουλίπες καπνού παρασύρθηκαν από τον αέρα καθώς το σκάφος άρχισε να βουλιάζει από την πρύμνη. Εκατοντάδες σκάφη κάθε είδους κινούνταν πάνω κάτω, τρικάταρτες γαλέρες και κορβέτες των Θαλασσινών, δικάταρτα πλοιάρια κι ακτοπλοϊκά με τριγωνικά πανιά, ποταμόπλοια με ιστία ή με κωπηλάτες, άλλα με κατεύθυνση προς τον πάνω ρου του ποταμού κι άλλα προσπαθώντας να βγουν στη θάλασσα. Κάμποσα άλλα πλοία εισέδυαν στο στόμιο του κόλπου παρασυρμένα από τον άνεμο, σκάφη με τεράστιες πλώρες και με ύψος όσο κι οι γαλέρες. Έπεφταν με δύναμη πάνω στα ανταριασμένα κύματα, σκορπίζοντας τριγύρω αφρό. Ο Ματ ένιωσε να του κόβεται η ανάσα όταν διέκρινε ξαφνικά τα τετράγωνα ριγωτά πανιά.

«Αίμα και στάχτες», μουρμούρισε σοκαρισμένος. «Είναι οι καταραμένοι οι Σωντσάν!»

«Ποιοι;» ρώτησε απαιτητικά μια γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο, στριμωγμένη πλάι του. Το σκούρο μπλε μάλλινο και καλοραμμένο φόρεμά της, όπως επίσης ο πέτσινος φάκελος που κουβαλούσε για τους λογαριασμούς και την καταγραφή των φορτίων, καθώς κι η επιχρυσωμένη καρφίτσα πάνω από το ένα της στήθος, υποδήλωναν πως ήταν έμπορος. Επιπλέον, είχε μια ασημένια γραφίδα με φτερό. «Είναι οι Άες Σεντάι», ανακοίνωσε, κι από τον τόνο της φωνής της θα έλεγες πως ήταν απόλυτα πεπεισμένη. «Αναγνωρίζω την ικανότητα της διαβίβασης όταν τη βλέπω. Θα τις αναλάβουν τα Τέκνα του Φωτός μόλις καταφθάσουν. Θα δεις».

Μια ψηλόλιγνη γκριζομάλλα με ένα λιγδιασμένο πράσινο ρούχο στράφηκε να την κοιτάξει, ψηλαφίζοντας την ξύλινη λαβή του στιλέτου της. «Πρόσεχε τα λόγια σου όταν μιλάς για τις Άες Σεντάι, βρωμιάρα φιλάργυρη, ειδάλλως θα σε γδάρω ζωντανή και θα σε αναγκάσω να καταπιείς έναν Λευκομανδίτη!»