Ο Ματ τις άφησε να τσακώνονται, βγήκε από το πλήθος κι άρχισε να τρέχει προς την προκυμαία. Έβλεπε ήδη τρία —μάλλον τέσσερα- πελώρια πλάσματα να κάνουν κύκλους πάνω από την πόλη, κάπου στο νότιο μέρος, χρησιμοποιώντας τεράστια ακρόπτερα, σαν της νυχτερίδας. Διέκρινε φιγούρες γραπωμένες στις ράχες των πλασμάτων, καθισμένες προφανώς σε κάποιο είδος σέλας. Άλλο ένα ιπτάμενο πλάσμα έκανε την εμφάνισή του, κι ακόμα ένα. Από κάτω τους, με έναν βρυχηθμό, ξεπήδησαν ξαφνικά φλόγες στις στέγες.
Ο κόσμος άρχισε να τρέχει σκοντάφτοντας πάνω στον Ματ, ενώ εκείνος πάσχιζε να διασχίσει τον δρόμο. «Όλβερ!» φώναξε, ελπίζοντας πως οι κραυγές του θα ακούγονταν πάνω από τις φωνασκίες και τα ουρλιαχτά. «Όλβερ!»
Ξαφνικά, το πλήθος φάνηκε να αλλάζει πορεία και να πέφτει επάνω του, ενώ αυτός εξακολουθούσε να παλεύει για να ανοίξει δρόμο μέσα από την ανθρωποπλημμύρα. Τέλος, κατόρθωσε να βγει στον δρόμο, όπου κι ανακάλυψε γιατί ο κόσμος προσπαθούσε να το σκάσει από την αντίθετη μεριά.
Μια φάλαγγα Σωντσάν πέρασε απότομα, κι είδε πάνω από εκατό άντρες με περικεφαλαίες ίδιες με κεφάλια εντόμων και θώρακες με επικαλυπτόμενες πλάκες, καβάλα πάνω σε ζώα που έμοιαζαν με γάτες, αλλά είχαν το μέγεθος αλόγων, καλυμμένα με μπρούντζινη θωράκιση αντί για γούνα. Γέρνοντας μπροστά, πάνω στις σέλες τους, και με τις λόγχες με τα γαλάζια σημαιάκια υπό γωνία, κάλπαζαν προς την Πλατεία Μολ Χάρα δίχως καν να κοιτάζουν δεξιά αριστερά, αν κι η λέξη «κάλπαζαν» δεν ήταν η κατάλληλη για να περιγράψει τον βηματισμό των πλασμάτων. Η ταχύτητα ήταν αυτή ενός καλπασμού, αλλά έμοιαζαν να... γλιστρούν στον αέρα. Ήταν καιρός να φύγει, μόλις έβρισκε...
Καθώς η άκρη της φάλαγγας τον προσπέρασε, κάτι κόκκινο, στο ύψος της μέσης του, τράβηξε το βλέμμα του μέσα στο πλήθος, στον δρόμο πέρα από την διασταύρωση. «Όλβερ!» Όρμησε μπροστά, ακολουθώντας σχεδόν κατά πόδας το τελευταίο θωρακισμένο πλάσμα, και χώθηκε στον όχλο. Τη στιγμή εκείνη πρόλαβε κι είδε μια γυναίκα με γουρλωμένα μάτια να αρπάζει ένα μικρό κοριτσάκι με κόκκινη φορεσιά και να τρέχει με το παιδί σφιγμένο στην αγκαλιά της. Ο Ματ άρχισε να τρέχει κι αυτός μανιασμένα, σπρώχνοντας τους ανθρώπους παράμερα όταν έπεφταν επάνω του και σκουντουφλώντας πάνω σε κάμποσους άλλους. «Όλβερ! Όλβερ!»
Δύο φορές ακόμα παρατήρησε στήλες φωτιάς να πυργώνονται για λίγο πάνω από τις στέγες, ενώ καπνός υψωνόταν στον ουρανό από δώδεκα περίπου διαφορετικά σημεία. Αρκετές φορές άκουσε τους βροντερούς κρότους, πολύ πιο κοντά απ' ό,τι στην προκυμαία. Ήταν σίγουρος πως προέρχονταν από το εσωτερικό της πόλης. Πάνω από μία φορά, το έδαφος σείστηκε κάτω από τις μπότες του.
Κι ύστερα, οι δρόμοι άδειασαν ξανά, κι ο κόσμος έτρεχε προς πάσα κατεύθυνση, σε αλέες, σε σπίτια, σε μαγαζιά, γιατί οι Σωντσάν έρχονταν καβάλα σε άλογα. Δεν φορούσαν όλοι πανοπλίες. Επικεφαλής της μικρής ομάδας λογχοφόρων ήταν μια μελαψή γυναίκα με γαλάζιο φόρεμα. Ο Ματ ήξερε πως τα μεγάλα πορφυρά πλαίσια πάνω στη φούστα και στο μπούστο της ήταν δουλεμένα με ασημιές αστραπές. Ένα ασημένιο λουρί που έλαμπε στον ήλιο διέτρεχε τον αριστερό καρπό κι έφτανε μέχρι τον λαιμό μιας γυναίκας ντυμένης στα γκρίζα, μιας νταμέην που τρόχαζε σαν σκυλάκι πλάι στο άλογο μιας σουλ'ντάμ. Είχε απαυδήσει από τους Σωντσάν που είχε δει στο Φάλμε, αλλά, υποσυνείδητα, σταμάτησε στην είσοδο της αλέας για να κοιτάξει. Οι βροντές και οι φωτιές φανέρωναν πως υπήρχε κάποιος στην πόλη που, αν μη τι άλλο, προσπαθούσε να αντισταθεί, και τώρα θα γινόταν μάρτυρας μιας τέτοιας προσπάθειας. Οι Σωντσάν δεν ήταν η μοναδική αιτία που είχαν εξαφανιστεί όλοι. Στην άλλη άκρη του δρόμου, περίπου εκατό έφιπποι άντρες κράδαιναν τις μυτερές τους λόγχες. Φορούσαν φαρδιά λευκά παντελόνια και πράσινα πανωφόρια, ενώ οι χρυσές λωρίδες στα κράνη των αξιωματικών έλαμπαν. Με ένα ομαδικό ουρλιαχτό, εκατό και πλέον στρατιώτες της Τάυλιν ξεχύθηκαν εναντίον των επιτιθέμενων. Υπερτερούσαν δύο προς έναν απέναντι στους Σωντσάν που βρίσκονταν μπροστά τους.
«Οι ανόητοι, οι τρελοί», μουρμούρισε ο Ματ. «Μεγάλο λάθος. Αυτή η σουλ'ντάμ θα...»
Η μόνη κίνηση που φάνηκε ανάμεσα στους Σωντσάν ήταν αυτή της γυναίκας με το φόρεμα που απεικόνιζε την αστραπή, η οποία σήκωσε το χέρι της, όπως κάποιος που θα ξαπόστελνε ένα γεράκι ή θα έδειχνε κάτι σε ένα κυνηγόσκυλο. Η ξανθομάλλα, στην άλλη άκρη του ασημένιου λουριού, έκανε ένα μικρό βήμα μπροστά και το μενταγιόν με την αλεπουδοκεφαλή πάγωσε πάνω στο στήθος του Ματ.