Κάτω από τον κυρίως όγκο της μαζικής επίθεσης των Εμπουνταρινών, το έδαφος ανατινάχτηκε ξαφνικά. Πέτρες από το λιθόστρωτο, άντρες κι άλογα τινάχτηκαν στον αέρα με μια εκκωφαντική έκρηξη. Ο ισχυρός κραδασμός έριξε τον Ματ ανάσκελα, αλλά ίσως να ήταν και το έδαφος που ξεπήδησε κάθετα κάτω από τα πόδια του. Σηκώθηκε πάνω στην ώρα, για να δει την πρόσοψη ενός πανδοχείου στην άλλη μεριά του δρόμου να καταρρέει μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης, αφήνοντας εκτεθειμένα τα δωμάτια στο εσωτερικό του.
Άντρες κι άλογα —ή μάλλον τα απομεινάρια τους— ήταν σκορπισμένα παντού, ενώ όσοι είχαν επιζήσει σφάδαζαν γύρω από μια τρύπα στο έδαφος με διάμετρο όση ο μισός δρόμος. Οι κραυγές των πληγωμένων πλανιόνταν στον αέρα. Λιγότεροι από τους μισούς Εμπουνταρινούς πάσχιζαν να σταθούν στα πόδια τους, κλονισμένοι, ζαλισμένοι και παραπατώντας. Μερικοί άδραχναν τα γκέμια των αλόγων, τα πόδια των οποίων τρίκλιζαν εξίσου με τα δικά τους, και πάλευαν να ανέβουν στις σέλες και να αναγκάσουν τα ζώα να καλπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Άλλοι πάλι το έβαλαν στα πόδια, όσο πιο μακριά γινόταν από τους Σωντσάν. Δεν είχαν πρόβλημα να αντιμετωπίσουν το ατσάλι, αλλά όχι αυτό.
Ο Ματ συνειδητοποίησε πως η τρεχάλα ήταν μια πολύ καλή ιδέα εκείνη τη στιγμή. Μια ματιά στην άλλη άκρη της αλέας τού αποκάλυψε πως η σκόνη και τα μπάζα είχαν συσσωρευτεί σε ύψος ενός τουλάχιστον ορόφου. Όρμησε στον δρόμο, μπροστά από τους Εμπουνταρινούς που το έσκαγαν, παραμένοντας όσο το δυνατόν πιο κοντά στους τοίχους κι ελπίζοντας να μην τον περνούσε κανείς από τους Σωντσάν για στρατιώτη της Τάυλιν. Δεν θα μπορούσε ποτέ του να φορέσει πράσινο πανωφόρι.
Προφανώς, η σουλ'ντάμ δεν είχε μείνει ικανοποιημένη. Η κεφαλή της αλεπούς πάγωσε ξανά κι ένας βρυχηθμός που ακούστηκε από πίσω του τον έριξε και πάλι στο πλακόστρωτο, το οποίο του φάνηκε πως ερχόταν προς το μέρος του. Ανάμεσα στους κουδουνιστούς ήχους που αντηχούσαν μέσα στο κεφάλι του, άκουσε το γόγγυσμα της λιθοδομής. Πάνω από το κεφάλι του, ο λευκός γύψος του πλίνθινου τοίχου άρχισε να γέρνει.
«Πού είναι η καταραμένη η τύχη μου;» ούρλιαξε. Είχε καιρό για να το σκεφτεί αυτό. Κι είχε τον ίδιο καιρό για να αντιληφθεί πως τα τούβλα και τα μαδέρια έπεφταν επάνω του κι ότι τα ζάρια μέσα στο μυαλό του μόλις είχαν νεκρωθεί.
40
Δόρατα
Βουνά υψώνονταν γύρω από την Γκαλίνα Κάσμπαν και μερικοί μεγάλοι λόφοι πίσω της. Μπροστά της, υπήρχαν χιονοσκέπαστες κορυφές και, πέρα από αυτές, άλλες, ακόμα ψηλότερες, αλλά η γυναίκα δεν έδινε σημασία σε τίποτε από αυτά. Οι πέτρες της πλαγιάς πλήγωναν τα γυμνά της πέλματα. Αγκομαχούσε, και τα πνευμόνια της ήταν έτοιμα να εκραγούν. Ο ήλιος πάνω από το κεφάλι της έκαιγε εδώ κι ατελείωτες μέρες, τσουρουφλίζοντας σχεδόν τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι στο κορμί της. Οτιδήποτε πέρα από το να βάλει το ένα της πόδι μπροστά από το άλλο τής φαινόταν αδύνατον. Το παράξενο ήταν ότι, παρά τον ιδρώτα που έχυνε, στο στόμα της δεν υπήρχε ίχνος υγρασίας.
Ήταν Άες Σεντάι για λιγότερο από ενενήντα χρόνια, και τα μακριά μαύρα της μαλλιά δεν είχαν ακόμα γκριζάρει, αλλά τα τελευταία είκοσι σχεδόν ηγούνταν του Κόκκινου Άτζα. Κάποιες Κόκκινες αδελφές, μάλιστα, την αποκαλούσαν Υψηλοτάτη κατ' ιδίαν, ενώ άλλες τη θεωρούσαν σχεδόν ισότιμη με την Έδρα της Άμερλιν. Η αλήθεια όμως ήταν πως, τα τελευταία πέντε χρόνια που φορούσε το επώμιο, υπηρετούσε το Μαύρο Άτζα. Δεν αμελούσε τα καθήκοντά της στο Κόκκινο Άτζα, αλλά το Μαύρο Άτζα προείχε. Η θέση της στο Ανώτατο Συμβούλιο του Μαύρου Άτζα ήταν η αμέσως επόμενη από αυτή της Αλβιάριν, κι ήταν η μία εκ των τριών γυναικών που γνώριζαν το όνομα αυτής που ηγούνταν των μυστικών τους συνάξεων. Δεν είχε παρά να αναφέρει ένα όνομα σ' αυτές τις συνάξεις -το όνομα ενός βασιλιά, για παράδειγμα- κι ο κάτοχος του συγκεκριμένου ονόματος θεωρούνταν ήδη νεκρός. Είχε ήδη συμβεί με έναν βασιλιά και με μία βασίλισσα. Είχε συμβάλει στην καθαίρεση δύο Άμερλιν, είχε συμβάλει δύο φορές στο να μετατραπεί η ισχυρότερη γυναίκα του κόσμου σε ένα θλιβερό ερείπιο, πρόθυμο να ξεφουρνίσει όλα όσα ήξερε. Στην περίπτωση των Άμερλιν τα κανόνισε έτσι, ώστε να φανεί πως η μεν μία πέθανε στον ύπνο της, ενώ φρόντισε ώστε η άλλη να εκθρονιστεί και να σιγανευτεί. Τέτοιου είδους πράγματα, όπως κι η ανάγκη να εξολοθρεύει άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης, αποτελούσαν καθήκον της κι όχι πράξεις που την ευχαριστούσαν ιδιαίτερα, εκτός από το να καταφέρει να τις φέρει σε πέρας. Ωστόσο, απολάμβανε να ηγείται του κύκλου που είχε σιγανέψει τη Σιουάν Σάντσε. Όλα αυτά σήμαιναν πως η Γκαλίνα Κάσμπαν ανήκε στις πιο δυνατές, στις πιο ισχυρές. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό.