Τα πόδια της τρίκλισαν σαν φιντανάκια που λύγισαν, κι έπεσε κάτω βαριά, ανίκανη να απαλύνει το πέσιμό της με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Το πάλαι ποτέ λευκό και μεταξωτό ριχτό φόρεμα, το μόνο ρούχο που της είχε απομείνει, σκίστηκε ξανά, καθώς η γυναίκα γλίστρησε πάνω στα χαλαρά βράχια γδέρνοντας την μπορντούρα. Σταμάτησε πάνω σε ένα δέντρο και, με το πρόσωπο πιεσμένο πάνω στο έδαφος, την έπιασαν οι λυγμοί. «Πώς είναι δυνατόν;» γόγγυξε με βαριά φωνή. «Πώς είναι δυνατόν να μου συμβαίνουν αυτά;»
Ύστερα από λίγο, συνειδητοποίησε πως δεν είχε σηκωθεί ακόμα στα πόδια της. Άσχετα από το πόσο συχνά έπεφτε, δεν επιτρεπόταν να καθυστερεί. Ανασήκωσε το κεφάλι της, πασχίζοντας να διώξει τα δάκρυα.
Κάμποσες εκατοντάδες Αελίτισσες κάλυπταν την πλαγιά του βουνού, σκόρπιες ανάμεσα στα γυμνά δέντρα, κραδαίνοντας τα δόρατά τους και με τα πέπλα, που ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να σηκώσουν, να κρέμονται στα στήθη τους. Η Γκαλίνα είχε μια τάση να ξεσπάσει σε γέλια. Κόρες. Αυτές οι τερατώδεις γυναίκες αποκαλούνταν Κόρες. Μακάρι να μπορούσε να γελάσει. Αν μη τι άλλο, δεν υπήρχαν άντρες ανάμεσά τους - κάτι ήταν κι αυτό. Οι άντρες την έκαναν να ανατριχιάζει από αηδία, κι αν κάποιος από δαύτους την έβλεπε έτσι, μισόγυμνη σχεδόν...
Το ανήσυχο βλέμμα της αναζήτησε τη Θεράβα, αλλά οι πιο πολλές από τις εβδομήντα σχεδόν Σοφές ήταν μαζεμένες δίπλα-δίπλα, κοιτώντας κάτι πάνω από την πλαγιά κι εμποδίζοντας το οπτικό της πεδίο. Ένα μουρμουρητό φωνών ακουγόταν από αυτές που βρίσκονταν πιο μπροστά. Ίσως οι Σοφές να έκαναν συμβούλιο για κάποιο θέμα. Σοφές. Ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές στο να τη διδάξουν τα σωστά τους ονόματα. Δεν ήταν απλώς Αελίτισσες, ούτε αδέσποτες. Μπορούσαν να αισθανθούν, να μυρίσουν σχεδόν, την περιφρόνηση εκ μέρους της όσο καλά κι αν την έκρυβε. Βέβαια, δεν χρειάζεται να κρύψεις κάτι που, έτσι κι αλλιώς, σου αποσπάνε με το ζόρι.
Οι περισσότερες Σοφές κοιτούσαν μακριά, αλλά όχι όλες. Η λάμψη του σαϊντάρ κύκλωνε μια νεαρή χαριτωμένη κοκκινομάλλα με καλοσχηματισμένο στόμα που κοιτούσε την Γκαλίνα με τα μεγάλα κι έντονα γαλάζια της μάτια. Ίσως ως ένδειξη καταφρόνιας διάλεξαν την πιο αδύναμη ανάμεσά τους για να τη θωρακίσει σήμερα. Η Μικάρα δεν ήταν ακριβώς ασθενική όσον αφορούσε στη Δύναμη -καμιά τους δεν ήταν σ’ αυτόν τον τομέα- αλλά όση επιδεξιότητα κι αν διέθετε, η Γκαλίνα είχε τη δυνατότητα να διαπεράσει τη θωράκισή της με ελάχιστη προσπάθεια. Ένας μυς στο μάγουλό της πετάρισε ανεξέλεγκτα. Πάντα της συνέβαινε αυτό όταν ετοιμαζόταν να αποδράσει. Την πρώτη φορά δεν τα πήγε καλά. Τη δεύτερη... Ρίγησε και συγκρατήθηκε για να μην ξεσπάσει ξανά σε λυγμούς. Δεν σκόπευε να προσπαθήσει τίποτα, αν δεν ήταν σίγουρη για την επιτυχία. Απολύτως σίγουρη.
Ο κυρίως όγκος των Σοφών διαχωρίστηκε, κι οι ματιές τους στράφηκαν προς τη Θεράβα, καθώς η γερακόμορφη γυναίκα προχώρησε προς το μέρος της Γκαλίνα. Ξαφνικά, αγκομαχώντας γεμάτη ανησυχία για άλλη μια φορά, η Γκαλίνα πάσχισε να σταθεί στα πόδια της. Με τα χέρια δεμένα και τους μυς της άτονους, το μόνο που κατάφερε ήταν να στηριχθεί στα πόδια της, όταν η Θεράβα έσκυψε από πάνω της, με το περιδέραιο από φίλντισι και χρυσάφι να κροταλίζει μαλακά. Γράπωσε την Γκαλίνα από τα μαλλιά και τράβηξε απότομα το κεφάλι της προς τα πίσω. Ψηλότερη από τους περισσότερους άντρες, δεν δυσκολεύτηκε να κάνει το ίδιο πράγμα ακόμα κι όταν στάθηκαν όρθιες. Λύγισε με οδυνηρό τρόπο τον λαιμό της Γκαλίνα, για να την κάνει να κοιτάξει κατάματα τις Σοφές. Η Θεράβα ήταν κάπως ισχυρότερη από την ίδια στη Δύναμη, κάτι που συνέβαινε με λίγες γυναίκες, αλλά δεν ήταν αυτό που έκανε την Γκαλίνα να τρέμει. Τα ψυχρά και βαθιά γαλανά μάτια που καρφώθηκαν στα δικά της έμοιαζαν να την κρατούν ακόμα πιο δυνατά από το στιβαρό χέρι. Ήταν λες και ξεγύμνωναν την ψυχή της το ίδιο εύκολα όσο τη χειριζόταν η Σοφή. Δεν τις είχε ικετεύσει ακόμα, ούτε κι όταν την ανάγκασαν να περπατάει όλη μέρα χωρίς γουλιά νερό, ούτε όταν την υποχρέωσαν να τις ακολουθήσει καθώς έτρεχαν επί ώρες, ούτε καν όταν τα ραβδιά τους την έκαναν να σκούξει. Το άπονο πρόσωπο της Θεράβα, που την κοιτούσε ασυγκίνητη, την έκανε να θέλει να εκλιπαρήσει. Μερικές φορές ξυπνούσε τη νύχτα, δεμένη σφικτά και τεντωμένη ανάμεσα στους τέσσερις πασσάλους που την είχαν δέσει, κι άρχιζε να κλαψουρίζει, επηρεασμένη από διάφορα όνειρα που της έδειχναν πως όλη της τη ζωή θα την περνούσε κάτω από την εξουσία της Θεράβα.
«Ήδη καταρρέει», είπε η Σοφή με φωνή πέτρινη. «Βρέξτε την και φέρτε την εδώ». Γύρισε και τακτοποίησε την εσάρπα της, ξεχνώντας την Γκαλίνα Κάσμπαν μέχρι να την καλέσει ξανά. Για τη Θεράβα, η Γκαλίνα Κάσμπαν ήταν πιο ασήμαντη κι από αδέσποτο σκυλί.
Η Γκαλίνα δεν έκανε καμιά προσπάθεια να σηκωθεί. Είχε «βραχεί» αρκετές φορές μέχρι τώρα. Ήταν ο μόνος τρόπος να την αφήσουν να πιει νερό. Λαχταρώντας λίγη δροσιά, δεν προέβαλε την παραμικρή αντίσταση όταν κάποια κοντόχοντρη Κόρη την έπιασε από το μαλλί, όπως η Θεράβα, και της τράβηξε πίσω το κεφάλι. Απλά άνοιξε το στόμα της όσο πιο πολύ μπορούσε. Μια άλλη Κόρη, με ένα ζαρωμένο σημάδι που διέτρεχε τη μύτη της κι έφτανε μέχρι το μάγουλό της, έγειρε ένα πέτσινο παγούρι πάνω από το στόμα της κι άφησε αργά λίγες σταγόνες νερό να κυλήσουν στον διψασμένο οισοφάγο της Γκαλίνα. Το νερό ήταν άνοστο και χλιαρό. Υπέροχο. Το κατάπινε με αντανακλαστικές κινήσεις, αδέξια, κρατώντας τα σαγόνια της διάπλατα ανοικτά. Όσο λαχταρούσε να πιει νερό, άλλο τόσο ήθελε να μετακινήσει το πρόσωπό της κάτω από αυτή τη λεπτή ροή, να την αφήσει να τρέξει πάνω στα μάγουλα και το μέτωπό της. Αντί γι' αυτό όμως, κράτησε το πρόσωπό της σταθερό, έτσι ώστε κάθε σταγόνα να πάει κατευθείαν στον λαιμό της. Το να σκορπίσει νερά τριγύρω ήταν αρκετή αιτία για ξυλοκόπημα. Την είχαν ήδη ξυλοφορτώσει μέσα σε ένα ρυάκι έξι πόδια πλατύ, επειδή είχε αφήσει μια ολόκληρη γουλιά νερό να τρέξει κάτω από το σαγόνι της.