Όταν τελικά το παγούρι τραβήχτηκε από κοντά της, η κοντόχοντρη Κόρη την έστησε στα πόδια της τραβώντας την από τους σφιχτοδεμένους αγκώνες της. Η Γκαλίνα γόγγυξε. Οι Σοφές τραβούσαν τις φούστες με τα χέρια τους, αποκαλύπτοντας τα πόδια τους λίγο πιο πάνω από τις μαλακές μπότες που τους έφταναν μέχρι το γόνατο. Δεν ήταν δυνατόν να τρέξουν ξανά. Όχι σε αυτά τα βουνά.
Οι Σοφές προχώρησαν με δρασκελιές, εξίσου εύκολα σαν να κινούνταν σε επίπεδο έδαφος. Κάποια από τις Κόρες χτύπησε την Γκαλίνα με ένα ραβδί στο πίσω μέρος των γοφών της κι αυτή παραπάτησε σε μια απομίμηση τρεξίματος, με την κοντόχοντρη Κόρη να τη μισοσέρνει. Το ραβδί χαράκωνε τα πόδια της όποτε σκόνταφτε. Αν η πορεία αυτή συνεχιζόταν όλη την ημέρα, θα έκαναν βάρδιες. Η μία Κόρη θα χειριζόταν τη βέργα κι η άλλη θα την έσερνε. Αγκομαχώντας στις τραχιές πλαγιές, γλιστρώντας σχεδόν, η Γκαλίνα πάσχιζε να τρέξει. Μια καστανόξανθη γάτα των βουνών με καφετιές ραβδώσεις, βαρύτερη από έναν άντρα, γρύλισε προς το μέρος τους από μια βραχώδη προεξοχή πάνω από τα κεφάλια τους. Ήταν θηλυκή, γιατί της έλειπαν οι τούφες από τα αυτιά κι είχε φαρδιές παρειές. Η Γκαλίνα ήθελε να της φωνάξει να φύγει πριν την πιάσει η Θεράβα. Η Αελίτισσα προσπέρασε το ζώο που εξακολουθούσε να γρυλίζει δίχως να του δώσει την παραμικρή σημασία, κι η Γκαλίνα έκλαψε από ζήλια για την ελευθερία της γάτας.
Ήξερε βέβαια πως με την πάροδο του χρόνου θα την έσωζαν. Ο Πύργος δεν θα επέτρεπε να μείνει αιχμαλωτισμένη για πολύ καιρό μια αδελφή. Η Ελάιντα δεν θα άφηνε μια Κόκκινη να παραμείνει κρατούμενη. Ήταν σίγουρο πως η Αλβιάριν θα έστελνε κάποια ομάδα διάσωσης. Κάποιος θα βρισκόταν, οποιοσδήποτε, να τη σώσει από τούτα εδώ τα τέρατα, ειδικά από τη Θεράβα. Ήταν έτοιμη να υποσχεθεί τα πάντα για την απελευθέρωσή της και, μάλιστα, να τηρήσει τον λόγο της. Με το που είχε μπει στις τάξεις του Μαύρου Άτζα, απελευθερώθηκε από τις δεσμεύσεις των Τριών Όρκων, τους οποίους αντικατέστησε με μια καινούργια τριάδα, αλλά προς το παρόν δεν θα είχε πρόβλημα να κρατήσει τις υποσχέσεις της από τη στιγμή που αυτές θα τη διέσωζαν. Οποιαδήποτε υπόσχεση, σε όποιον κι αν την έσωζε. Ακόμα κι αν ήταν άντρας.
Μέχρι να φτάσουν σε κάποιες χαμηλές σκηνές, τα σκούρα χρώματα των οποίων, όπως της γάτας προηγουμένως, χάνονταν στις δασωμένες λοφοπλαγιές, η Γκαλίνα υποστηριζόταν από δύο Κόρες που, ουσιαστικά, την έσερναν. Φωνές υψώθηκαν στον αέρα από κάθε μεριά, χαρούμενες φωνές που χαιρετούσαν τη συνοδεία, αλλά η Γκαλίνα σερνόταν ακόμα πίσω από τις Σοφές, όλο και βαθύτερα στον καταυλισμό, τρέχοντας και σκουντουφλώντας παντού.
Δίχως την παραμικρή προειδοποίηση, τα χέρια που τη βάσταζαν την άφησαν κι αυτή έπεσε μπρούμυτα κι έμεινε εκεί, με τη μύτη της μέσα στις βρωμιές και τα νεκρά φύλλα, ρουφώντας αέρα από το ορθάνοιχτο στόμα της. Έβηξε πάνω σε ένα κομμάτι φύλλο, αλλά ήταν πολύ αδύναμη για να στρέψει το κεφάλι της. Το αίμα βροντοκοπούσε μέσα στα αυτιά της, αλλά, σιγά-σιγά, άρχισε να ακούει διάφορες φωνές και να ξεχωρίζει λέξεις. «...Με την ησυχία σου, Θεράβα», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, πολύ γνώριμη. «Εννέα μέρες. Έχουμε επιστρέψει εδώ και καιρό».
Εννέα μέρες; Η Γκαλίνα κούνησε το κεφάλι της, τρίβοντας το πρόσωπό της στο έδαφος. Από τότε που οι Αελίτες χτύπησαν το άλογό της, οι μνήμες της είχαν ανακατωθεί κι οι μέρες είχαν γίνει ένα μείγμα αναμνήσεων δίψας, τρεχάλας και ξύλου, αλλά δεν μπορούσαν όλα αυτά να είχαν γίνει σε εννέα μέρες μόνο. Σίγουρα θα είχαν περάσει βδομάδες, ίσως και πάνω από μήνας.