«Φέρτε τη μέσα», ακούστηκε να λέει ανυπόμονα η οικεία φωνή.
Χέρια την τράβηξαν και την έσπρωξαν για να προχωρήσει, αναγκάζοντάς την να σκύψει, για να περάσει από την είσοδο μιας τεράστιας σκηνής που υψωνόταν μπροστά της. Την πέταξαν πάνω σε στοιβάδες χαλιών, στην άκρη ενός γαλαζοκόκκινου Δακρυνού λαβυρίνθου που επικάλυπτε φανταχτερά λουλούδια κάτω από τη μύτη της. Ανασήκωσε το κεφάλι της με δυσκολία.
Στην αρχή, δεν είδε τίποτα άλλο πέρα από τη Σεβάνα καθισμένη σε ένα μεγάλο και φουντωτό κίτρινο μαξιλάρι. Τη Σεβάνα, με τα μαλλιά που έμοιαζαν με πλεχτό ατόφιο χρυσάφι και τα διαυγή σμαραγδένια μάτια. Τη δόλια Σεβάνα, που είχε δώσει τον λόγο της πως θα αποσπούσε την προσοχή με μια επιδρομή στην Καιρχίν, αλλά μετά καταπάτησε την υπόσχεσή της προσπαθώντας να ελευθερώσει τον αλ'Θόρ. Τη Σεβάνα, που, αν μη τι άλλο, θα την αποσπούσε από την αρπάγη της Θεράβα.
Πάλεψε να σηκωθεί στα γόνατα, και συνειδητοποίησε για πρώτη φορά πως υπήρχε κι άλλος κόσμος στη σκηνή. Η Θεράβα καθόταν πάνω σε ένα μαξιλάρι δεξιά της Σεβάνα, στην κορυφή μιας καμπύλης που σχημάτιζαν οι σειρές των Σοφών, δεκατέσσερις γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης, αν κι η Μικάρα, που εξακολουθούσε να την κρατάει θωρακισμένη, στεκόταν όρθια στη βάση του σχηματισμού. Οι μισές από δαύτες ανήκαν στις Σοφές που την είχαν αιχμαλωτίσει με περιφρονητική ευκολία. Ποτέ πια δεν θα ήταν τόσο απρόσεκτη απέναντι στις Σοφές. Ποτέ. Άντρες και γυναίκες, κοντοί και κατάχλωμοι, φορώντας λευκές ρόμπες κινούνταν πίσω από τις Σοφές, προσφέροντας χρυσούς κι ασημένιους δίσκους γεμάτους με μικρά φλιτζάνια χωρίς να λένε λέξη, ενώ υπήρχαν κι άλλοι που έκαναν ακριβώς το ίδιο στην άλλη μεριά της σκηνής, όπου μια γκριζομάλλα με Αελίτικο πανωφόρι και παντελόνι σε καφετί και γκρίζο χρώμα στεκόταν αριστερά της Σεβάνα, επικεφαλής μιας παράταξης δώδεκα Αελιτών με πέτρινα πρόσωπα. Άντρες. Δεν φορούσε τίποτα παραπάνω από ένα ριχτό φόρεμα, σκισμένο κι ανοιγμένο σε διάφορα σημεία. Η Γκαλίνα έσφιξε τα δόντια της, για να καταπνίξει μια κραυγή, κι ίσιωσε την πλάτη της, πασχίζοντας να μη δείξει πως ήθελε να βυθιστεί στα παχιά χαλιά για να κρυφτεί από αυτά τα ψυχρά αντρικά βλέμματα.
«Φαίνεται πως οι Άες Σεντάι μπορούν να λένε ψέματα», είπε η Σεβάνα, κι η Γκαλίνα χλώμιασε. Δεν ήταν δυνατόν να ήξερε κάτι αυτή η γυναίκα. Δεν ήταν δυνατόν. «Υποσχέθηκες πολλά, Γκαλίνα Κάσμπαν, αλλά δεν κράτησες τις υποσχέσεις σου. Πίστεψες πως θα μπορούσες να δολοφονήσεις μια Σοφή και να ξεφύγεις από τα δόρατά μας;»
Για μια στιγμή, η ανακούφιση πάγωσε τη γλώσσα της Γκαλίνα. Η Σεβάνα δεν γνώριζε τίποτα για το Μαύρο Άτζα. Αν δεν είχε εγκαταλείψει το Φως εδώ και καιρό, θα του πρόσφερε μια ευχαριστία. Ναι μεν, η ανακούφιση ακινητοποίησε τη γλώσσα της, αλλά αισθάνθηκε και μια αμυδρή υποψία αγανάκτησης. Επιτέθηκαν στις Άες Σεντάι και θύμωσαν επειδή μερικές από δαύτες πέθαναν; Αγανακτούσε, αλλά αυτή η αγανάκτηση δεν μπορούσε να φουντώσει. Σε τελική ανάλυση, τα γεγονότα που είχε διαστρεβλώσει η Σεβάνα ήταν ένα τίποτα συγκρινόμενα με τα βάσανα που είχε υποστεί η ίδια τόσες μέρες στα χέρια της Θεράβα. Ένα πονεμένο κρώξιμο που έμοιαζε με γέλιο ξεπήδησε στον λαιμό της μόλις αναλογίστηκε τον παραλογισμό του πράγματος. Ο λαιμός της ήταν ολότελα ξερός.
«Να είσαστε ευγνώμονες που μερικές από σας ζείτε ακόμα», κατάφερε να πει ανάμεσα στους σπασμούς του ξερού της γέλιου. «Ακόμα και τώρα, δεν είναι πολύ αργά να διορθώσεις τα λάθη σου, Σεβάνα». Καταβάλλοντας προσπάθεια, κατάφερε να καταπιεί την αξιοθρήνητη ιλαρότητα προτού αυτή μετατραπεί σε δάκρυα. «Όταν επιστρέψω στον Λευκό Πύργο, θα θυμάμαι όσους με βοήθησαν». Ήθελε να προσθέσει, «κι αυτούς που έκαναν το αντίθετο», αλλά το ακλόνητο βλέμμα της Θεράβα έστελνε κύματα φόβου μέσα της. Απ' όσο ήξερε, η Θεράβα εξακολουθούσε να έχει το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει. Θα υπήρχε σίγουρα κάποιος τρόπος να παρακινήσει τη Σεβάνα να... πάρει τον έλεγχο από τα χέρια της. Όχι πως αυτό θα ήταν υπέρ της, αλλά οτιδήποτε ήταν καλύτερο από τη Θεράβα. Η Σεβάνα ήταν φιλόδοξη κι άπληστη. Κοιτούσε βλοσυρά την Γκαλίνα, αλλά το βλέμμα της έπεσε και στο ίδιο της το χέρι κι ένα φευγαλέο χαμόγελο θαυμασμού χάραξε το πρόσωπό της καθώς κοίταξε τα δαχτυλίδια με τα μεγάλα σμαράγδια και ζαφείρια. Στα μισά της δάχτυλα φορούσε δαχτυλίδια, ενώ τα περιδέραια με τα μαργαριτάρια, τα ρουμπίνια και τα διαμάντια, αντάξια οποιασδήποτε βασίλισσας, έπεφταν σαν κουρτίνες στο φουσκωτό της στήθος. Δεν θα μπορούσε ποτέ να εμπιστευτεί τη Σεβάνα, αλλά ίσως να μπορούσε να την εξαγοράσει. Η Θεράβα ήταν μια δύναμη της φύσης. Δεν μπορείς να εξαγοράσεις τον κατακλυσμό ή τη χιονοστιβάδα. «Πιστεύω πως θα κάνεις το σωστό, Σεβάνα», αποτελείωσε την πρότασή της. «Ο Λευκός Πύργος αμείβει καλά όσους διάκεινται φιλικά απέναντι του».