Για κάμποση ώρα επικράτησε σιωπή, και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ψίθυρος από τις λευκές ρόμπες των υπηρετών που μετέφεραν τους δίσκους. Μετά...
«Είσαι μία ντα'τσάνγκ», είπε η Σεβάνα, κι η Γκαλίνα βλεφάρισε. Την περιφρονούσαν, άραγε; Βέβαια, είχαν κάνει ήδη φανερή την καταφρόνια τους, αλλά για ποιο λόγο...;
«Είσαι μία ντα'τσάνγκ», τόνισε μια στρογγυλοπρόσωπη Σοφή, άγνωστη στην Γκαλίνα, και μια γυναίκα κάπως ψηλότερη από τη Θεράβα επανέλαβε: «Είσαι μία ντα'τσάνγκ».
Το γερακόμορφο πρόσωπο της Θεράβα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σκαλισμένο πάνω σε ξύλο, κι ωστόσο τα μάτια της, καρφωμένα πάνω στην Γκαλίνα, έλαμπαν γεμάτα κατηγόρια. Η Γκαλίνα αισθάνθηκε καρφωμένη στη θέση της, στο σημείο που είχε γονατίσει, ανίκανη να κινήσει τον παραμικρό μυώνα της. Έμοιαζε με υπνωτισμένο πουλί που παρακολουθεί το ερπετό να γλιστράει ολοένα προς το μέρος του. Κανείς στο παρελθόν δεν την είχε κάνει να νιώσει έτσι. Κανείς.
«Τρεις Σοφές μίλησαν». Το γεμάτο ικανοποίηση χαμόγελο της Σεβάνα ήταν σχεδόν ευπρόσδεκτο, ενώ το πρόσωπο της Θεράβα παρέμενε άκαμπτο. Η γυναίκα δεν αρεσκόταν σε αυτό που είχε συμβεί, κι ήταν σίγουρο πως κάτι είχε συμβεί, άσχετα αν η Γκαλίνα δεν είχε ιδέα τι ήταν. Φαίνεται πάντως πως είχε απαλλαγεί από τη Θεράβα, κι αυτό ήταν υπεραρκετό προς το παρόν. Υπεραρκετό.
Όταν ο Κόρες έκοψαν τα δεσμά της και της φόρεσαν με το ζόρι μια μαύρη μάλλινη ρόμπα, η Γκαλίνα αισθάνθηκε τόσο ευγνώμων, ώστε δεν νοιάστηκε επειδή έσκισαν ό,τι είχε απομείνει από το ριχτό της φόρεμα μπροστά στους άντρες με τις παγερές ματιές. Το χοντρό μάλλινο ήταν υπερβολικά ζεστό, της προκαλούσε φαγούρα και τριβόταν δυσάρεστα πάνω στο δέρμα της, ωστόσο το ένιωθε επάνω της σαν μετάξι. Παρά το ότι η Μικάρα εξακολουθούσε να την έχει θωρακισμένη, η Γκαλίνα θα γελούσε καθώς οι Κόρες την οδηγούσαν εκτός σκηνής. Όμως, λίγη ώρα μετά η επιθυμία αυτή είχε εξαφανιστεί ολότελα κι άρχισε να αναρωτιέται αν θα είχε κανένα όφελος να πέσει στα πόδια της Σεβάνα και να την παρακαλέσει. Και θα το έκανε, εφ' όσον θα μπορούσε να φτάσει στο σημείο που βρισκόταν η γυναίκα, μια κι η Μικάρα τής είχε καταστήσει σαφές πως απαγορευόταν να πάει σε μη επιτρεπτό μέρος, ή να μιλήσει χωρίς να της απευθύνουν τον λόγο.
Με τα χέρια σταυρωμένα, η Σεβάνα κοιτούσε την Άες Σεντάι, την ντα'τσάνγκ, να κατεβαίνει τρικλίζοντας τη βουνοπλαγιά και να σταματά δίπλα σε μια Κόρη που καθόταν ανακούρκουδα και κρατούσε ένα ραβδί, για να της παραδώσει την πέτρα σε μέγεθος κεφαλιού που κουβαλούσε. Η μαύρη κουκούλα στράφηκε για μια στιγμή προς την κατεύθυνση της Σεβάνα, αλλά η ντα'τσάνγκ έσκυψε γρήγορα, για να πιάσει άλλη μια μεγάλη πέτρα και να τη φέρει λαχανιάζοντας πενήντα βήματα πιο κάτω, στο σημείο που την περίμεναν η Μικάρα με μία άλλη Κόρη. Άφησε κι αυτήν την πέτρα, πήρε μια άλλη κι επανέλαβε την ίδια διαδικασία. Ανέκαθεν οι ντα'τσάνγκ ένιωθαν ντροπή όταν αναγκάζονταν να κάνουν άχρηστες δουλειές. Εκτός κι αν ήταν μεγάλη ανάγκη, η γυναίκα δεν επιτρεπόταν να κουβαλήσει ούτε ένα ποτήρι νερό, ωστόσο ο αναίτιος μόχθος θα γέμιζε τις ώρες της μέχρι που να ξεχείλιζε από αισχύνη. Ο ήλιος δεν είχε σκαρφαλώσει ακόμα ψηλά κι είχε κάμποσες μέρες μπροστά της.
«Δεν πίστευα ποτέ πως θα κατηγορούσε η ίδια τον εαυτό της», είπε η Ριάλ που στεκόταν πάνω από τον ώμο της Σεβάνα. «Η Έφαλιν κι οι υπόλοιπες είναι σίγουρες πως την άκουσαν να ομολογεί ότι σκότωσε την Ντεσαίν».
«Είναι δικιά μου, Σεβάνα», είπε η Θεράβα με το σαγόνι σφιγμένο. Θα μπορούσε να πάρει στην κατοχή της τη γυναίκα, αλλά μια ντα'τσάνγκ δεν ανήκε σε κανέναν. «Σκόπευα να την ντύσω με τα μεταξωτά φορέματα των γκαϊ'σάιν», μουρμούρισε. «Τι νόημα έχει αυτό, Σεβάνα; Εγώ περίμενα να γίνει καυγάς για το αν θα της κόψουμε τον λαιμό ή όχι».
Η Ριάλ τίναξε το κεφάλι της κι έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στη Σεβάνα. «Η Σεβάνα σκοπεύει να της σπάσει το ηθικό. Συζητήσαμε εκτενώς για το τι θα έπρεπε να κάνουμε στην περίπτωση που συλλαμβάναμε μια Άες Σεντάι. Η Σεβάνα επιθυμεί η εξημερωμένη Άες Σεντάι να φοράει λευκά και να την υπηρετεί. Πάντως, ακόμα και μια Άες Σεντάι στα μαύρα κάνει τη δουλειά της».
Η Σεβάνα μετακίνησε την εσάρπα της, νευριασμένη με τον τόνο της φωνής της άλλης γυναίκας. Δεν ήταν ακριβώς ειρωνικός, αλλά ήταν φως φανάρι πως ήθελε να χρησιμοποιήσει με κάποιον τρόπο την ικανότητα της Άες Σεντάι να διαβιβάζει σαν να ανήκε στη Σεβάνα. Θα μπορούσε και να γίνει. Δύο γκαϊ'σάιν προσπέρασαν τις τρεις Σοφές κουβαλώντας ένα μεγάλο μπαούλο με μπρούντζινους ιμάντες. Κοντοί και χλωμοί, σύζυγοι προφανώς, ήταν κάποτε Άρχοντας κι Αρχόντισσα στις περιοχές των δενδροφονιάδων. Το ζεύγος υποκλίθηκε με σεβασμό που δεν θα έδειχνε κανείς Αελίτης ντυμένος στα άσπρα. Τα σκοτεινά τους μάτια αντανακλούσαν περισσότερο τον φόβο για το αν θα τους μιλούσαν άσχημα παρά για το αν θα τους ράβδιζαν. Οι υδρόβιοι μπορούσαν να εξημερωθούν όπως τα άλογα.