«Η γυναίκα έχει ήδη δαμαστεί», μούγκρισε η Θεράβα. «Την κοίταξα στα μάτια. Δεν είναι παρά ένα πουλάκι που πεταρίζει και φοβάται να πετάξει».
«Μέσα σε εννέα μόλις μέρες;» είπε η Ριάλ δύσπιστα, κι η Σεβάνα κούνησε το κεφάλι της ζωηρά.
«Είναι μία Άες Σεντάι, Θεράβα. Παρατήρησες κι η ίδια πόσο χλώμιασε όταν την κατηγόρησα. Την άκουσες που γελούσε μιλώντας για τις δολοφονίες των Σοφών». Έκανε έναν ήχο γεμάτο οργή και τσατίλα. «Την άκουσες που μας απειλούσε». Η γυναίκα ήταν εξίσου πανούργα με τους δενδροφονιάδες. Μιλούσε για ανταμοιβές κι έμμεσες απειλές σε περίπτωση που δεν υπήρχαν αυτές οι ανταμοιβές. Τι να περιμένει, όμως, κανείς από μια Άες Σεντάι; «Θα μας πάρει καιρό να τη δαμάσουμε, αλλά η συγκεκριμένη Άες Σεντάι θα μας ικετεύει στο τέλος, ακόμα κι αν έχει περάσει ένας ολόκληρος χρόνος». Από τη στιγμή που θα έκανε κάτι τέτοιο... Οι Άες Σεντάι, φυσικά, δεν μπορούσαν να πουν ψέματα. Περίμενε πως η Γκαλίνα θα αρνιόταν τις κατηγορίες. Άπαξ κι ορκίστηκε να υπακούει...
«Αν θέλεις να αναγκάσεις μια Άες Σεντάι να σε υπακούσει», ακούστηκε μια αντρική φωνή, πίσω τους, «αυτό εδώ ίσως βοηθήσει».
Η Σεβάνα στράφηκε καχύποπτη κι αντίκρισε τον Κάνταρ να στέκεται πίσω της. Πλάι του υπήρχε μια γυναίκα —μια Άες Σεντάι- η Μαΐσια. Αμφότεροι ήταν ντυμένοι με μαύρο μετάξι κι όμορφες δαντέλες, όπως ακριβώς έξι μέρες πριν, κι ο καθένας είχε ένα ογκώδες σακί που κρεμόταν από τον ώμο τους με ένα λουρί. Ο Κάνταρ κρατούσε στο σκούρο του χέρι μια απαλή άσπρη ράβδο ύψους ενός ποδός.
«Πώς έφτασες μέχρι εδώ;» ρώτησε απαιτητικά η γυναίκα, σφίγγοντας τα χείλη της θυμωμένη. Ήταν προφανές πως είχε έρθει με τον ίδιο τρόπο, όπως και προηγουμένως. Απλώς, η Σεβάνα ξαφνιάστηκε που τον είδε στον καταυλισμό. Άρπαξε τη λευκή ράβδο που της πρόσφερε κι, όπως πάντα, ο άντρας έκανε ένα βήμα πίσω, βγαίνοντας εκτός της εμβέλειάς της. «Γιατί ήρθες;» ρώτησε, διορθώνοντας την προηγούμενη ερώτησή της. «Τι είναι αυτό;» Κάπως λεπτότερη από τον βραχίονά της, η ράβδος ήταν μαλακή, εκτός από μερικά παράξενα χυτά σύμβολα που ήταν χαραγμένα στη μια επίπεδη άκρη. Δεν έμοιαζε τόσο με φίλντισι, ούτε με γυαλί, και ήταν πολύ κρύα στην αφή.
«Θα μπορούσες να την αποκαλέσεις Ράβδο των Όρκων», είπε ο Κάνταρ, δείχνοντας τα δόντια του σε κάτι που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως χαμόγελο. «Μόλις χτες έπεσε στα χέρια μου και σε σκέφτηκα αμέσως».
Η Σεβάνα έσφιξε τα χέρια της πάνω στη ράβδο για να μην την πετάξει μακριά. Ο καθένας ήξερε τι μπορούσε να κάνει η Ράβδος των Όρκων των Άες Σεντάι. Προσπαθώντας να μην το σκέφτεται καν, πόσω μάλλον να το κουβεντιάζει, την πέρασε πίσω από τη ζώνη της κι αποτράβηξε τα χέρια της.
Η Ριάλ κοίταξε συνοφρυωμένη τη ράβδο στη μέση της Σεβάνα κι η ψυχρή της ματιά ανασηκώθηκε αργά προς το πρόσωπο της γυναίκας. Η Θεράβα τακτοποίησε την εσάρπα της, με τα περιδέραια να αφήνουν έναν ήχο κροταλιστό, κι ένα σκληρό αλλά αδρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Καμιά τους δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να αγγίξει τη ράβδο, ίσως και καμία από τις Σοφές. Ωστόσο, υπήρχε ακόμα το θέμα της Γκαλίνα Κάσμπαν. Μια μέρα θα ομολογούσε.
Η Μαΐσια με τα κορακίσια μάτια, λίγο πιο πίσω από τον Κάνταρ, χαμογέλασε εξίσου αχνά με τη Θεράβα. Είχε δει και καταλάβαινε. Για υδρόβια, ήταν υπερβολικά παρατηρητική.
«Έλα», είπε η Σεβάνα στον Κάνταρ. «Θα πιούμε τσάι στη σκηνή μου». Δεν σκόπευε να μοιραστεί το νερό μαζί του. Ανασήκωσε τη φούστα της και ξεκίνησε να ανεβαίνει την πλαγιά.
Προς μεγάλη της έκπληξη, εξίσου παρατηρητικός ήταν κι ο Κάνταρ. «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να βάλεις την Άες Σεντάι» -ένα απότομο μειδίαμα χαράχτηκε στο πρόσωπό του καθώς περπατούσε άνετα δίπλα της, με τα μεγάλα του κανιά, αποκαλύπτοντας την οδοντοστοιχία του προς το μέρος της Ριάλ και της Θεράβα- «ή οποιαδήποτε άλλη γυναίκα με την ικανότητα της διαβίβασης, να κρατήσει τη ράβδο και να πει όποια υπόσχεση επιθυμείς, ενώ κάποια άλλη θα διαβιβάζει λίγο Πνεύμα στον αριθμό. Όσον αφορά τα σημάδια στην άκρη της ράβδου», πρόσθεσε, ανασηκώνοντας προσβλητικά τα φρύδια του, «μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις για να την ελευθερώσεις, αλλά είναι κάπως οδυνηρό. Ή έτσι μου φαίνεται, τουλάχιστον».
Τα δάχτυλα της Σεβάνα άγγιξαν ελαφρά τη ράβδο. Αποτελούνταν πιότερο από γυαλί παρά από φίλντισι κι ήταν πολύ κρύα. «Μόνο με γυναίκες λειτουργεί;» Πέρασε στο εσωτερικό της σκηνής πριν από εκείνον. Οι Σοφές κι οι ηγήτορες της κοινωνίας των πολεμιστών είχαν φύγει, αλλά παρέμεναν μια ντουζίνα περίπου από δενδροφονιάδες γκαϊ'σάιν που γονάτιζαν υπομονετικά στη μια πλευρά. Κανείς στο παρελθόν δεν είχε κρατήσει μια ντουζίνα γκαϊ'σάιν, κι αυτή διέθετε περισσότερους από μόνη της. Θα έπρεπε, ωστόσο, να τους δώσουν νέο όνομα, μια και δεν θα έβγαζαν ποτέ τα λευκά.