Выбрать главу

«Με γυναίκες που διαθέτουν την ικανότητα της διαβίβασης, Σεβάνα», είπε ο Κάνταρ, ακολουθώντας την. Ο τόνος της φωνής του ήταν θρασύτατος και τα σκοτεινά του μάτια έλαμπαν με ξεκάθαρη θυμηδία. «Θα χρειαστεί να περιμένεις μέχρι να πιάσεις τον αλ'Θόρ, για να σου δώσω αυτό με το οποίο θα τον ελέγξεις».

Έβγαλε το σακίδιο από τον ώμο του και κάθισε, όχι βέβαια σε κάποιο μαξιλαράκι κοντά της. Η Μαΐσια δεν φοβόταν μήπως βρεθεί με καμιά λάμα καρφωμένη στα πλευρά της, κι έτσι κάθισε αναπαυτικά, ακουμπώντας στον αγκώνα της, πλάι σχεδόν στη Σεβάνα, η οποία της έριξε μια πλάγια ματιά κι έλυσε άλλη μια δαντέλα της μπλούζας της. Δεν θυμόταν να έχει τόσο στρογγυλό στήθος η γυναίκα. Και το πρόσωπό της, επίσης, έμοιαζε τώρα πιο όμορφο. Η Σεβάνα πάσχισε να συγκρατήσει τα δόντια της να μην αρχίσουν να τρίζουν.

«Βέβαια», συνέχισε ο Κάνταρ, «αν εννοείς κάποιον άντρα... Υπάρχει κάτι που λέγεται δεσμευτική έδρα. Το να δεσμεύεις ανθρώπους που δεν έχουν τη δυνατότητα της διαβίβασης είναι δυσκολότερο από το να δεσμεύεις όσους την έχουν. Ίσως κάποια δεσμευτική έδρα να επιβίωσε από το Τσάκισμα, αλλά θα χρειαστεί να περιμένεις μέχρι να τη βρω».

Η Σεβάνα άγγιξε ξανά τη ράβδο και διέταξε ανυπόμονα έναν γκαϊ'σάιν να τους φέρει τσάι. Μπορούσε να περιμένει. Ο Κάνταρ ήταν ένας ηλίθιος που, αργά ή γρήγορα, θα της έδινε ό,τι επιθυμούσε. Η ράβδος μπορούσε να ελευθερώσει τη Μαΐσια από την κατοχή του, κι η γυναίκα δεν θα τον προστάτευε. Για τις προσβολές του, θα τον έντυνε στα μαύρα. Η Σεβάνα πήρε ένα μικρό πράσινο πορσελάνινο ποτήρι από τον δίσκο που κρατούσε ο γκαϊ'σάιν και το πρόσφερε με τα ίδια της τα χέρια στην Άες Σεντάι. «Έχει άρωμα μέντας, Μαΐσια. Θα σε αναζωογονήσει».

Η γυναίκα χαμογέλασε, αλλά εκείνα τα μαύρα μάτια... Όπως και να έχει, ό,τι μπορείς να κάνεις σε μία Άες Σεντάι μπορείς να το κάνεις και σε δύο. Ή και σε περισσότερες.

«Τι γίνεται με τα ταξιδιωτικά κουτιά;» ρώτησε η Σεβάνα απαιτητικά και κοφτά.

Ο Κάνταρ έδιωξε τον γκαϊ'σάιν με ένα κούνημα του χεριού του και χτύπησε χαϊδευτικά τον σάκο, δίπλα του. «Έφερα όσα ναρ'μπάχα μπόρεσα να βρω. Έτσι λέγονται. Είναι αρκετά για να σας μεταφέρουν όλες μέχρι το βράδυ, αν βιάζεστε δηλαδή. Στη θέση σου, θα βιαζόμουν. Φαίνεται πως ο αλ'Θόρ έχει βάλει σκοπό να σε αποτελειώσει. Δύο φατρίες έρχονται από τον Νότο κι άλλες δύο από τον Βορρά. Οι Σοφές τους είναι πανέτοιμες να διαβιβάσουν. Οι διαταγές που έχουν είναι να παραμείνουν μέχρι κι η τελευταία από σας να είναι νεκρή ή αιχμάλωτη».

Η Θεράβα ρουθούνισε. «Σίγουρα υπάρχει σοβαρός λόγος για να μετακινηθούμε, υδρόβιε, αλλά όχι για να το βάλουμε στα πόδια. Ακόμα και τέσσερις φατρίες δεν μπορούν να σαρώσουν το Μαχαίρι του Σφαγέα μέσα σε μια μέρα».

«Α, δεν σας το είπα;» Το χαμόγελο του Κάνταρ δεν ήταν διόλου ευχάριστο. «Φαίνεται πως ο αλ'Θόρ δέσμευσε μερικές Άες Σεντάι, οι οποίες δίδαξαν τις Σοφές πώς να Ταξιδεύουν δίχως τη βοήθεια ενός ναρ'μπάχα, για μικρές αποστάσεις τουλάχιστον. Είκοσι ή τριάντα μίλια. Μάλλον πρόκειται για πρόσφατη ανακάλυψη. Θα μπορούσαν να φτάσουν... ακόμα και σήμερα. Τέσσερις ολόκληρες φατρίες».

Ίσως και να έλεγε ψέματα, αλλά το ρίσκο... Η Σεβάνα μπορούσε κάλλιστα να φανταστεί τον εαυτό της στα νύχια της Σορίλεα. Πάσχισε να μη ριγήσει κι έστειλε τη Ριάλ να πληροφορήσει τις υπόλοιπες Σοφές. Ο τόνος της φωνής της δεν πρόδιδε τίποτα.

Ο Κάνταρ άπλωσε το χέρι του μέσα στον σάκο κι έβγαλε έναν γκρίζο πέτρινο κύβο, μικρότερο από το κουτί της επίκλησης που είχε χρησιμοποιήσει η γυναίκα για να τον καλέσει, και πολύ πιο απλό. Δεν είχε καθόλου χαρακτηριστικά σημάδια, παρά μονάχα έναν λαμπερό κόκκινο δίσκο στη μία έδρα. «Αυτό είναι ένα ναρ'μπάχα», είπε. «Χρησιμοποιεί σαϊντίν, επομένως καμιά σας δεν θα διακρίνει κάτι, κι έχει κάποια όρια. Αν το αγγίξει γυναίκα, δεν θα λειτουργήσει για αρκετές μέρες, άρα πρέπει να το χειριστώ εγώ. Υπάρχουν και κάποια άλλα όρια. Από τη στιγμή που θα ανοίξει η πύλη, θα παραμείνει ανοιχτή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αρκετό όμως για να περάσουν μερικές χιλιάδες, αν δεν χάσουν χρόνο. Το ναρ'μπάχα θα χρειαστεί τρεις μέρες για να ανανήψει. Διαθέτω κάμποσα επιπλέον, για να μας πάνε όπου είναι αναγκαίο σήμερα, αλλά...»