Выбрать главу

Η Θεράβα έγειρε μπροστά, τόσο έντονα που έμοιαζε έτοιμη να πέσει. Η Σεβάνα, ωστόσο, ούτε που άκουγε καλά-καλά. Όχι ότι αμφέβαλλε για τον Κάνταρ ακριβώς. Αλλωστε, ο άντρας δεν θα τολμούσε να τις προδώσει, έτσι πεινασμένος που ήταν για το χρυσάφι που θα του έδιναν οι Σάιντο. Όμως, υπήρχαν κάποια λεπτά σημεία. Η Μαΐσια έμοιαζε να τον κοιτάει εξεταστικά πάνω από το φλιτζάνι του τσαγιού της. Γιατί; Κι αν όντως ήταν ανάγκη να κάνουν γρήγορα, γιατί η φωνή του κάθε άλλο παρά επιτακτική έμοιαζε; Ίσως αυτός να μην τολμούσε να τις προδώσει, αλλά καλού κακού ας έπαιρνε η ίδια κάποιες προφυλάξεις.

Ο Μάερικ κοίταξε συνοφρυωμένος τον πέτρινο κύβο που του είχε δώσει ο υδρόβιος κι έπειτα την... τρύπα... που είχε εμφανιστεί όταν πίεσε το κόκκινο σημάδι. Μια τρύπα, πέντε πόδια πλάτος και τρία ύψος, που αιωρούνταν στον αέρα. Πέρα από αυτήν έβλεπε κυματιστούς λόφους, όχι ιδιαίτερα χαμηλούς, καλυμμένους με καφετί γρασίδι. Δεν του άρεσαν οι δοσοληψίες με τη Μία Δύναμη, ειδικά με το αρσενικό στοιχείο της. Η Σεβάνα πέρασε μέσα από μια άλλη, μικρότερη τρύπα, μαζί με τον υδρόβιο και μια σκουρόχρωμη γυναίκα, ακολουθώντας τις Σοφές που είχε διαλέξει η ίδια παρέα με τη Ριάλ. Μια χούφτα Σοφές παρέμειναν μόνο με τις Μοσάιν Σάιντο. Μέσα από αυτή τη δεύτερη τρύπα έβλεπε τη Σεβάνα να συνομιλεί με τον Μπέντουιν. Ο Μάερικ ήταν σίγουρος πως η σέπτα του Πράσινου Αλατιού θα έβρισκε δίπλα της μερικές Σοφές.

Η Νταϊρέλ τον άγγιξε στο μπράτσο. «Σύζυγέ μου», μουρμούρισε. «Η Σεβάνα είπε πως η πύλη θα παραμείνει ανοικτή για λίγο μόνο».

Ο Μάερικ ένευσε καταφατικά. Η Νταϊρέλ ήταν ανέκαθεν πρακτική. Φόρεσε την κουκούλα του, έτρεξε μπροστά και πέρασε μέσα από την τρύπα που είχε ανοίξει ο ίδιος. Ό,τι κι αν έλεγε η Σεβάνα με τον υδρόβιο, δεν επρόκειτο να επιτρέψει σε καμιά από τις Μοσάιν να περάσει πριν σιγουρευτεί πως ήταν απολύτως ασφαλές.

Προσγειώθηκε βαριά σε μια πλαγιά καλυμμένη με νεκρό γρασίδι και κόντεψε να κουτρουβαλήσει στον λόφο πριν κατορθώσει να βρει την ισορροπία του. Για μια στιγμή, απέμεινε να κοιτάει την τρύπα. Από αυτή την πλευρά, αιωρούνταν πάνω από ένα πόδι από το έδαφος.

«Γυναίκα!» φώναξε. «Πρόσεχε, είναι απότομα!»

Σύντομα πέρασαν τα Μαύρα Μάτια, με τα πέπλα και με τις λόγχες πανέτοιμες, όπως κι οι Κόρες επίσης. Το να προσπαθήσεις να συγκρατήσεις τις Κόρες από το να είναι ανάμεσα στις πρώτες, είναι σαν να προσπαθείς να πιεις άμμο. Ακολούθησαν βιαστικά οι υπόλοιπες Μοσάιν, αλγκάι'ντ'σισβάι, σύζυγοι και παιδιά που πηδούσαν στον αέρα, τεχνίτες, έμποροι και γκαϊ'σάιν, οι περισσότεροι σέρνοντας μαζί τους βαριά φορτία, υποζύγια και μουλάρια, σχεδόν έξι χιλιάδες όλοι μαζί. Ήταν η σέπτα του, ο λαός του. Και θα εξακολουθούσε να είναι όταν αυτός θα έφτανε στο Ρουίντιαν. Η Σεβάνα δεν θα τον εμπόδιζε για πολύ ακόμα να γίνει αρχηγός φυλής.

Ανιχνευτές σκορπίστηκαν αμέσως εδώ κι εκεί, όσο η σέπτα εξακολουθούσε να περνάει από την τρύπα. Χαμηλώνοντας το βέλο του, ο Μάερικ έδωσε διαταγές προς μια συγκαλυμμένη ομάδα από αλγκάι'ντ'σισβάι να κατευθυνθούν στις κορυφές των κοντινών λόφων ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα παρέμεναν κρυμμένοι κάτω. Ήταν αδύνατον να πουν ποιος ή τι υπήρχε πίσω από αυτούς τους λόφους. Οι υδρόβιοι μιλούσαν για εύφορες περιοχές, αλλά το σημείο που βρίσκονταν μόνο εύφορο δεν έμοιαζε στα μάτια του Μάερικ.

Η συνεχιζόμενη εφόρμηση της σέπτας του έγινε μια πλημμυρίδα από αλγκάι'ντ'σισβάι, τους οποίους δεν εμπιστευόταν απόλυτα. Ήταν άντρες που είχαν εγκαταλείψει τις φυλές τους, επειδή πίστευαν πως ο Ραντ αλ'Θόρ δεν ήταν πράγματι ο Καρ'α'κάρν. Ο Μάερικ δεν ήταν καν σίγουρος για το τι πίστευε ο ίδιος, αλλά δεν επιτρεπόταν σε έναν άντρα να εγκαταλείψει τη σέπτα ή τη φυλή του. Οι άντρες αυτοί αυτοαποκαλούνταν Μέρα'ντιν, Οι Ανάδελφοι, μια ταιριαστή ονομασία, κι είχε διακόσιους...

Ξαφνικά, η τρύπα μετασχηματίστηκε σε μια ασημένια οριζόντια σχισμή, που έκοψε πέρα για πέρα δέκα από τους Ανάδελφους. Τα κομμάτια τους, χέρια και πόδια, σκορπίστηκαν στην πλαγιά. Το μπροστινό μισό ενός άντρα γλίστρησε σχεδόν στα πόδια του Μάερικ.

Κοιτώντας το σημείο όπου βρισκόταν η τρύπα, πίεσε με τον αντίχειρά του το κόκκινο σημάδι. Ήξερε ότι δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα, αλλά ο... Ντάριν, ο μεγαλύτερος γιος του, ανήκε στα Σκυλιά της Πέτρας που περίμεναν στην οπισθοφυλακή. Θα ήταν οι τελευταίοι που θα περνούσαν. Η Σουράιλ, η μεγαλύτερη κόρη του, είχε παραμείνει με το Σκυλί της Πέτρας, στον οποίο σκεφτόταν να παραχωρήσει τη λόγχη της.

Τα μάτια του συνάντησαν αυτά της Νταϊρέλ, πρασινωπά κι όμορφα όπως την πρώτη μέρα που είχε ρίξει το γαμήλιο στεφάνι στα πόδια του, απειλώντας τον ότι θα του έκοβε τον λαιμό, αν δεν τη νυμφευόταν. «Μπορούμε να περιμένουμε», της είπε ήρεμα. Ο υδρόβιος είχε αναφέρει κάτι για τρεις μέρες, αλλά ίσως να έκανε λάθος. Ο αντίχειράς του πίεσε ξανά το κόκκινο σημάδι. Η Νταϊρέλ ένευσε ήρεμα κι ο Μάερικ ήλπιζε πως δεν θα παρίστατο ανάγκη να κλάψουν ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου από τη στιγμή που θα έμεναν μόνοι.