Выбрать главу

Μια Κόρη φάνηκε να κατεβαίνει γλιστρώντας την πλαγιά. Χαμήλωσε βιαστικά το βέλο της, λαχανιασμένη. «Μάερικ», είπε η Ναέις, δίχως καν να τον περιμένει να την προσέξει. «Εμφανίστηκαν δόρατα ανατολικά, λίγα μίλια από δω, κι έρχονται κατευθείαν επάνω μας. Νομίζω πως είναι Ρέυν, τουλάχιστον εφτά ή οκτώ χιλιάδες από δαύτους».

Έβλεπε κι άλλους αλγκάι'ντ'σισβάι να τρέχουν προς το μέρος του. Ένας νεαρός Αδελφός του Αετού, ο Κάιρντιν, σταμάτησε απότομα κι άρχισε να μιλάει με τον που τον πρόσεξε ο Μάερικ. «Σε ψάχνω, Μάερικ. Εμφανίστηκαν δόρατα κάπου πέντε μίλια βόρεια, καθώς κι έφιπποι υδρόβιοι, ίσως και δέκα χιλιάδες συνολικά. Δεν νομίζω πως κανείς από μας έφτασε στην κορυφή, αλλά κάποιες λόγχες στράφηκαν εναντίον μας».

Πριν ακόμα ο ψαρομάλλης Αναζητητής του Νερού ονόματι Λέραντ ανοίξει το στόμα του να μιλήσει, ο Μάερικ ήξερε τι θα πει. «Τα δόρατα έχουν καβαλήσει τον λόφο που βρίσκεται τρία ή τέσσερα μίλια στα νότια. Πρέπει να είναι πάνω από οκτώ χιλιάδες. Κάποιοι είδαν ένα από τα αγόρια». Ο Λέραντ δεν χρησιμοποιούσε ποτέ άχρηστες λέξεις και δεν υπήρχε περίπτωση να αναφέρει ποιο ήταν το αγόρι. Με τα δικά του κριτήρια, θα μπορούσε να είναι ο κάθε μη ψαρομάλλης.

Ο Μάερικ ήξερε πως δεν υπήρχε χρόνος για συζητήσεις. «Χάμαλ!» φώναξε. Δεν υπήρχε χρόνος για αβροφροσύνες με τον σιδηρουργό.

Ο τεράστιος άντρας γνώριζε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Σκαρφάλωσε την πλαγιά, κινούμενος γρηγορότερα από τότε που είχε πρωτοπιάσει το σφυρί.

Ο Μάερικ τού έδωσε τον πέτρινο κύβο. «Πρέπει να πιέσεις το κόκκινο σημάδι και να εξακολουθείς να το πιέζεις, ό,τι κι αν συμβεί, μέχρι να ανοίξει η τρύπα. Είναι ο μόνος τρόπος να ξεφύγουμε». Ο Χάμαλ συγκατάνευσε, αλλά ο Μάερικ ούτε καν περίμενε να τον ακούσει να λέει πως κατάλαβε. Ήταν σίγουρος γι' αυτό. Ο Μάερικ άγγιξε το μάγουλο της Νταϊρέλ, χωρίς να δίνει σημασία σε όσους τους έβλεπαν. «Ίσκιε της καρδιάς μου, νομίζω πως πρέπει να προετοιμαστείς να φορέσεις τα λευκά». Το χέρι της πλανήθηκε προς τη λαβή του μαχαιριού που φορούσε στη ζώνη της -ήταν ακόμα Κόρη όταν έφτιαξε το δικό της γαμήλιο στεφάνι- αλλά ο Μάερικ κούνησε το κεφάλι του σταθερά. «Πρέπει να ζήσεις, γυναίκα, στεγοκυρά, για να κρατήσεις ενωμένους όσους από μας απομείνουν». Η γυναίκα ένευσε κι ακούμπησε τα δάχτυλά της στα μάγουλά του. Ο Μάερικ έμεινε εμβρόντητος. Ανέκαθεν ήταν συγκρατημένη σε κοινή θέα.

Ανασηκώνοντας το πέπλο του, ο Μάερικ σήκωσε ένα δόρυ ψηλά πάνω από το κεφάλι του. «Μοσάιν!» ούρλιαξε. «Θα χορέψουμε!»

Άντρες και Κόρες τον ακολούθησαν στην ανηφοριά, χίλια άτομα σχεδόν, μετρώντας και τους Ανάδελφους. Ίσως έπρεπε να υπολογίζονται κι αυτοί στη σέπτα. Ανέβηκαν την πλαγιά και προχώρησαν δυτικά, όπου βρίσκονταν οι κοντινότεροι και λιγότεροι από τους εχθρούς τους. Ίσως να κέρδιζαν αρκετό χρόνο, αν και δεν το πολυπίστευε. Αναρωτήθηκε αν η Σεβάνα γνώριζε κάτι απ' όλα αυτά. Ο κόσμος είχε γίνει πολύ παράξενος από την έλευση του Ραντ αλ'Θόρ κι ύστερα. Ωστόσο, κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Γελώντας, άρχισε να τραγουδάει.

«Τα δόρατα νίψτε, όσο ο ήλιος ανεβαίνει Τα δόρατα νίψτε, όσο ο ήλιος πέφτει χαμηλά Τα δόρατα νίψτε, ποιος φοβάται να πεθαίνει; Τα δόρατα νίψτε, κανείς απ’ όσο ξέρω αληθινά!»

Τραγουδώντας, οι Μοσάιν Σάιντο έτρεχαν να χορέψουν παρέα με τον θάνατο.

Η Γκρένταλ κοιτούσε βλοσυρή την πύλη να κλείνει πίσω από τους τελευταίους Τζουμάι Σάιντο και κάμποσες από τις Σοφές. Αντίθετα με τους άλλους, ο Σαμαήλ δεν είχε υφάνει αυτόν τον ιστό με σκοπό να διαλυθεί τελικά. Αν μη τι άλλο, υπέθετε πως θα τον κρατούσε γερό μέχρι το τέλος, αλλιώς το κλείσιμο που έπρεπε να γίνει αμέσως μόλις περνούσε κι ο τελευταίος άντρας με την καφετιά-γκρίζα φορεσιά, μπορεί να έκρυβε απρόοπτα. Γελώντας, ο Σαμαήλ πέταξε μακριά το σακίδιο με τις ελάχιστες, άχρηστες πέτρες. Το δικό της σακίδιο είχε πεταχτεί εδώ και καιρό. Ο ήλιος χαμήλωνε πίσω από τα δυτικά βουνά και δεν ήταν πια παρά μια ημισφαιρική λαμπερή κόκκινη μπάλα.

«Μια από αυτές τις μέρες», είπε η γυναίκα ξερά, «η εξυπνάδα σου θα σε προδώσει. Τους έδωσες ένα ψεύτικο κουτί, Σαμαήλ; Κι αν το είχε καταλάβει κάποιος;»

«Κανείς δεν το κατάλαβε», της απάντησε απλά. Συνέχισε να τρίβει τα χέρια του, κοιτώντας προς τα εκεί που ήταν η πύλη. Ίσως να κοιτούσε κάτι ακόμα παραπέρα. Είχε ακόμα τη Μάσκα των Κατόπτρων, η οποία τού έδινε την ψευδή εντύπωση ότι ήταν ψηλότερος. Η Γκρένταλ είχε πετάξει τη δική της μόλις έκλεισε η πύλη.