Выбрать главу

«Όπως κι αν έχει, κατάφερες να τους κάνεις να πανικοβληθούν». Τα τεκμήρια βρίσκονταν τριγύρω τους: μερικές χαμηλές σκηνές, ξεκάρφωτες ακόμα, κουβέρτες, μια κατσαρόλα, μια πάνινη κούκλα και λογιών-λογιών ιιεταμένα σκουπίδια. «Πού τους έστειλες; Κάπου μπροστά από τις στρατιές του αλ'Θόρ, να υποθέσω;»

«Μερικούς», απάντησε ο άντρας αφηρημένα. «Αρκετούς». Η επίμονη ενδοσκόπηση χάθηκε ξαφνικά μαζί με τη μεταμφίεσή του. Το σημάδι που χάραζε το πρόσωπό του φάνταζε υπερβολικά ζωηρό. «Αρκετούς για να προκαλέσουν πρόβλημα, ειδικά όταν οι Σοφές διαβιβάσουν, αλλά όχι τόσους πολλούς που να με υποπτευθούν. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν από το Ιλιαν μέχρι την Γκεάλνταν. Όσον αφορά στο πώς και στο γιατί; Μπορεί να το έκανε ο ίδιος ο αλ'Θόρ για προσωπικούς του λόγους, αλλά σίγουρα δεν θα άφηνα να χαθούν οι περισσότεροι, αν ήταν δικιά μου δουλειά, έτσι δεν είναι;» Γέλασε ξανά, χαμένος μέσα στην αίγλη του.

Η γυναίκα τακτοποίησε το μπούστο του φορέματος της, πασχίζοντας να μη δείξει ξαφνιασμένη. Ο ανταγωνισμός αυτού του είδους ήταν ανόητος -το είχε σκεφτεί χιλιάδες φορές, αλλά ούτε μία δεν το εφήρμοσε- και το φόρεμα έμοιαζε έτοιμο να πέσει από πάνω της. Αυτό, όμως, δεν είχε να κάνει με το ξάφνιασμά της. Δεν ήξερε πως η Σεβάνα είχε πάρει μαζί της κάθε γυναίκα Σάιντο με την ικανότητα της διαβίβασης. Μήπως είχε έρθει η ώρα να τον εγκαταλείψει; Αν άφηνε τον εαυτό της έρμαιο στην ευσπλαχνία του Ντεμάντρεντ...

Λες και διάβασε τη σκέψη της, ο άντρας είπε: «Είσαι δεμένη μαζί μου, τόσο στενά όσο η ζώνη μου, Γκρένταλ». Μια πύλη άνοιξε, αποκαλύπτοντας τα ιδιωτικά του δώματα στο Ιλιαν. «Η αλήθεια δεν έχει πια σημασία, ίσως και να μην είχε ποτέ. Ή θα εξυψωθείς μαζί μου ή θα γκρεμιστούμε κι οι δύο. Ο Μέγας Άρχοντας απαιτεί να πετύχουμε, χωρίς να δίνει δεκάρα για τον τρόπο».

«Όπως επιθυμείς», του απάντησε. Ο Ντεμάντρεντ δεν συνήθιζε να δείχνει οίκτο, κι η Σέμιραγκ... «Ή θα εξυψωθώ ή θα γκρεμιστώ μαζί σου». Ωστόσο, έπρεπε να σκεφτεί κάτι. Μπορεί ο Μέγας Άρχοντας να απαιτούσε την επιτυχία, αλλά δεν ήταν φρόνιμο να πάρει κι αυτή την κάτω βόλτα σε περίπτωση που αποτύγχανε ο Σαμαήλ. Άνοιξε μια πύλη προς το παλάτι της, στο Άραντ Ντόμαν, στο μακρόστενο δωμάτιο με τους κίονες όπου έβλεπε τα ζωάκια της να ξεφαντώνουν στη λιμνούλα. «Τι θα γίνει, όμως, αν έρθει και σε κυνηγήσει ο αλ'Θόρ;»

«Ο αλ'Θόρ δεν πρόκειται να κυνηγήσει κανέναν». Ο Σαμαήλ γέλασε και πάλι. «Το μόνο που έχω να κάνω είναι να περιμένω». Εξακολουθώντας να γελάει, πέρασε την πύλη και την έκλεισε πίσω του.

Ο Μυρντράαλ ξεπρόβαλε μέσα από τις βαθύτερες σκιές. Οι πύλες είχαν αφήσει ένα μετείκασμα στα μάτια του - τρεις μπαλωματιές λαμπερής ομίχλης. Δεν μπορούσε να διακρίνει τη μια ροή από την άλλη, αλλά ξεχώριζε το σαϊντίν από το σαϊντάρ μέσω της οσμής. Το σαϊντίν μύριζε σαν κοφτερή ακμή μαχαιριού, σαν μυτερό αγκάθι, ενώ το σαϊντάρ είχε μια μαλακή μυρωδιά, αν κι έδινε την εντύπωση κάποιου πράγματος που όσο το πίεζες τόσο σκληρότερο γινόταν. Κανείς άλλος Μυρντράαλ δεν μπορούσε να μυρίσει αυτή τη διαφορά. Ο Σαϊντάρ Χαράν, όμως, δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε Μυρντράαλ.

Μαζεύοντας από κάτω μια πεταμένη λόγχη, ο Σαϊντάρ Χαράν τη χρησιμοποίησε για να σηκώσει το σακίδιο που είχε πετάξει ο Σαμαήλ και να αναδέψει τις πέτρες που έπεσαν από μέσα. Συνέβαιναν πολλά πράγματα εκτός σχεδίου. Άραγε, όλα αυτά θα κατέληγαν στο να δημιουργήσουν χάος, ή...

Άγριες μαύρες φλόγες ξεπήδησαν από το χέρι του Σαϊντάρ Χαράν, στη λαβή της λόγχης, από το χέρι του Χεριού της Σκιάς. Μέσα σε μια στιγμή, η ξύλινη λαβή απανθρακώθηκε και ζάρωσε κι η αιχμή έπεσε στο έδαφος. Ο Μυρντράαλ άφησε το μαυριδερό ραβδί να πέσει και σκούπισε τις στάχτες από την παλάμη του. Αν ο Σαμαήλ υπηρετούσε το χάος, όλα καλά. Αν όχι...

Ένας ξαφνικός πόνος ξεπήδησε στον σβέρκο του και μια αδιόρατη αδυναμία παρέλυσε τα μέλη του. Βρισκόταν πολύ μακριά από το Σάγιολ Γκουλ. Με κάποιον τρόπο, αυτός ο δεσμός έπρεπε να κοπεί. Γρυλίζοντας, στράφηκε για να βρει την κόψη της σκιάς που χρειαζόταν. Σύντομα, θα ερχόταν η μέρα. Θα ερχόταν.

41

Κορώνα από Ξίφη

Ο Ραντ τιναζόταν στον ύπνο του, καθώς στα άγρια όνειρα του έβλεπε τον εαυτό του να λογομαχεί με τον Πέριν και να ικετεύει τον Ματ να βρει την Ηλαίην. Χρώματα ξεπηδούσαν στην περιφέρεια της όρασης του κι ο Πάνταν Φάιν πηδούσε επάνω του κρατώντας μια λαμπερή λάμα. Πού και πού νόμιζε πως άκουγε μια φωνή να βογκάει για μια νεκρή γυναίκα, μέσα στην καρδιά της ομίχλης. Στα όνειρά του προσπαθούσε να δώσει εξηγήσεις στην Ηλαίην, στην Αβιέντα, στη Μιν, και στις τρεις ταυτόχρονα, αλλά ακόμα κι η Μιν τον κοιτούσε με καταφρόνια.