Выбрать главу

«...δεν πρέπει να αναστατωθεί!» Η φωνή της Κάντσουεϊν. Μέρος του ονείρου του, άραγε;

Η φωνή τον τρόμαξε. Στα όνειρά του φώναζε τον Λουζ Θέριν, κι η ηχώ διαπερνούσε πυκνές ομίχλες όπου μορφές κινούνταν κι άνθρωποι κι άλογα πέθαιναν ουρλιάζοντας, μια ομίχλη όπου η Κάντσουεϊν τον ακολουθούσε αδυσώπητα ενώ αυτός έτρεχε λαχανιασμένος. Η Αλάνα προσπαθούσε να τον ηρεμήσει, αλλά φοβόταν κι αυτή την Κάντσουεϊν. Ο Ραντ ένιωθε τον τρόμο της σαν να ήταν δικός του. Το κεφάλι του και τα πλευρά του πονούσαν. Το παλιό σημάδι τον έκαιγε. Αισθάνθηκε το σαϊντίν. Κάποιος το χρησιμοποιούσε. Μήπως ο ίδιος; Δεν ήξερε. Πάλεψε να ξυπνήσει.

«Θα τον σκοτώσεις!» ούρλιαξε η Μιν. «Δεν θα σε αφήσω να τον σκοτώσεις!»

Άνοιξε τα μάτια του και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το πρόσωπό της. Δεν τον κοιτούσε, αλλά είχε πάρει το κεφάλι του στην αγκαλιά της, αγριοκοιτάζοντας κάποιον λίγο πιο πέρα από το κρεβάτι. Τα μάτια της ήταν κόκκινα. Προφανώς, είχε κλάψει. Ναι, βρισκόταν στο κρεβάτι του, στα διαμερίσματά του, στο Παλάτι του Ήλιου, κι αντίκριζε έναν βαρύ τετράγωνο στύλο κρεβατιού από μαύρο ξύλο και στηρίγματα από φίλντισι. Η Μιν, φορώντας μια κρεμ μεταξωτή μπλούζα και δίχως πανωφόρι, τον αγκάλιαζε προστατευτικά πάνω από το λινό σεντόνι που τον κάλυπτε έως τον λαιμό. Η Αλάνα ήταν τρομαγμένη, και την ένιωθε να τρέμει στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Φοβόταν για τον ίδιον. Για κάποιον λόγο, ήταν σίγουρος γι' αυτό.

«Νομίζω πως ξύπνησε, Μιν», είπε απαλά η Άμυς.

Η Μιν κοίταξε προς τα κάτω και το πρόσωπό της, πλαισιωμένο από μαύρους βοστρύχους, έλαμψε με ένα απότομο χαμόγελο.

Προσεκτικά -μια κι ένιωθε πολύ αδύναμος- μετακίνησε τα μπράτσα της κι ανακάθισε. Το κεφάλι του γύριζε κι αισθανόταν ιδιαίτερα ζαλισμένος, αλλά πάσχισε να μην ξαπλώσει ξανά. Το κρεβάτι του ήταν κυκλωμένο.

Στη μια πλευρά στεκόταν η Άμυς, έχοντας δεξιά κι αριστερά της την Μπέρα και την Κιρούνα. Τα νεανικά χαρακτηριστικά της Άμυς ήταν ανέκφραστα, αλλά τράβηξε πίσω τα μακριά άσπρα της μαλλιά και τακτοποίησε τη μαύρη εσάρπα, λες και ανασυντασσόταν έπειτα από σκληρή μάχη. Επιφανειακά, οι δύο Άες Σεντάι ήταν γαλήνιες, μολονότι επρόκειτο για μια ιδιάζουσα γαλήνη αποφασιστικότητας, όπως μια βασίλισσα έτοιμη να υπερασπιστεί τον θρόνο της ή μια χωριάτισσα έτοιμη να δώσει μάχη για το αγρόκτημά της. Παραδόξως, για πρώτη φορά έβλεπε τρεις ανθρώπους να στέκονται κοντά-κοντά —κι όχι μονάχα σωματικά— και να μοιάζουν με έναν.

Από την άλλη μεριά του κρεβατιού καθόταν η Σαμίτσου, με εκείνες τις ασημένιες καμπανούλες στα μαλλιά της, ενώ μια λεπτόκορμη αδελφή με πυκνά μαύρα φρύδια και κορακίσια ακατάστατα μαλλιά ήταν δίπλα στην Κάντσουεϊν, η οποία ακουμπούσε τις γροθιές της στους γοφούς της. Η Σαμίτσου κι η κορακόμαλλη Άες Σεντάι φορούσαν επώμια με κίτρινα κρόσσια και τα στόματά τους ήταν ερμητικά κλειστά, όπως της Μπέρα και της Κιρούνα. Ωστόσο, το επίμονο βλέμμα της Κάντσουεϊν έκανε και τις τέσσερις να μοιάζουν διστακτικές. Οι δύο ομάδες των γυναικών δεν κοιτούσαν η μία την άλλη, αλλά είχαν καρφώσει τις ματιές τους στους άντρες.

Στη βάση του κρεβατιού στεκόταν ο Ντασίβα, με το ασημένιο ξίφος και τον χρυσοκόκκινο Δράκοντα να λαμπυρίζει στο πέτο του, όπως επίσης ο Φλιν κι ο Ναρίσμα, βλοσυροί κι οι τρεις, προσπαθώντας να συμπεριλάβουν σε μια ματιά τις γυναίκες στις δύο πλευρές του κρεβατιού. Δίπλα τους είχαν τον Τζόναν Άντλεϋ, το μαύρο πανωφόρι του οποίου έμοιαζε κάπως καψαλισμένο στο ένα μανίκι. Το σαϊντίν έμοιαζε να ξεχειλίζει από τους τέσσερις άντρες. Μόνο ο Ντασίβα χρησιμοποιούσε τόσο όσο κι ο Ραντ. Ο Ραντ κοίταξε τον Άντλεϋ, κι εκείνος ένευσε ελαφρά.

Ξαφνικά, ο Ραντ συνειδητοποίησε πως δεν φορούσε τίποτα κάτω από το σεντόνι που είχε πέσει μέχρι τη μέση του, κι ότι ήταν γυμνόστηθος με εξαίρεση έναν επίδεσμο στα πλευρά του. «Πόση ώρα κοιμόμουν;» ρώτησε. «Πώς κι είμαι ακόμα ζωντανός;» Άγγιξε προσεκτικά τον ωχρό επίδεσμο. «Η λάμα του Φάιν ήταν φτιαγμένη στη Σαντάρ Λογκόθ. Την είδα κάποτε να σκοτώνει έναν άντρα με μια απλή γρατζουνιά. Πέθανε γρήγορα, κι είχε άσχημο θάνατο». Ο Ντασίβα μουρμούρισε μια κατάρα, συμπεριλαμβάνοντας το όνομα του Πάνταν Φάιν.

Η Σαμίτσου με την άλλη Κίτρινη αντάλλαξαν ξαφνιασμένες ματιές, αλλά η Κάντσουεϊν απλώς ένευσε, ενώ τα χρυσά μπιχλιμπίδια γύρω από τον γκριζωπό σαν σίδερο κότσο της ταλαντεύτηκαν. «Ναι, προερχόταν από τη Σαντάρ Λογκόθ, κι αυτό εξηγεί μερικά πράγματα. Μπορείς να ευχαριστήσεις τη Σουμέκο και τον Αφέντη Φλιν που είσαι ζωντανός». Δεν κοίταξε προς το μέρος του ψαρομάλλη άντρα με τη λευκή φράντζα, αλλά εκείνος χαμογέλασε λες κι η γυναίκα είχε υποκλιθεί. Παραδόξως, οι Κίτρινες όντως του υποκλίθηκαν. «Και την Κόρελε, από δω, φυσικά», συνέχισε η Κάντσουεϊν. «Ο καθένας συνεισέφερε με τον τρόπο του, αν και μερικά πράγματα νομίζω πως είχαν να γίνουν από τον καιρό του Τσακίσματος». Η φωνή της πήρε μια λυπητερή χροιά. «Χωρίς αυτούς τους τρεις, θα ήσουν νεκρός τώρα. Εξακολουθείς να διατρέχεις κίνδυνο, εκτός κι αν αφήσεις να σε καθοδηγήσουν. Πρέπει να αναπαυθείς και να μείνεις μακριά από κάθε είδους άσκηση». Το στομάχι του γουργούρισε δυνατά, κι η γυναίκα πρόσθεσε: «Τα μόνα που σου δώσαμε να πιεις από τότε που πληγώθηκες ήταν λίγο νερό και λίγος ζωμός. Δύο μέρες χωρίς φαγητό είναι πολύς καιρός για έναν άρρωστο άνθρωπο».