Δύο μέρες μόνο. Ο Ραντ απόφυγε να κοιτάξει τον Άντλεϋ. «Θα σηκωθώ», είπε.
«Δεν τους επέτρεψα να σε σκοτώσουν, βοσκέ», είπε η Μιν με μια επίμονη λάμψη στα μάτια της, «και δεν πρόκειται να επιτρέψω σε σένα να αυτοκτονήσεις». Τον αγκάλιασε από τους ώμους, λες κι ήθελε να τον κρατήσει ακίνητο.
«Αν ο Καρ'α'κάρν επιθυμεί να σηκωθεί», είπε ξερά η Άμυς, «θα ειδοποιήσω τη Ναντέρα να φέρει τις Κόρες από τον διάδρομο. Η Σομάρα κι η Ενάιλα θα τον βοηθήσουν ευχαρίστως». Οι άκρες του στόματός της συσπάστηκαν σε ένα χαμόγελο. Ως Κόρη κι η ίδια κάποτε, ήξερε καλά από τέτοιες καταστάσεις. Η Κιρούνα κι η Μπέρα δεν χαμογέλασαν παρά μόνο τον κοίταξαν συνοφρυωμένες, λες κι αντίκριζαν έναν τρελό.
«Νεαρέ μου», είπε ξερά η Κάντσουεϊν. «Έχω δει επανειλημμένως τον άτριχο πισινό σου, αλλά, αν θες να τον επιδεικνύεις μπροστά σε όλες μας, μπορεί να βρεθεί κάποιος που θα απολαύσει το θέαμα. Πάντως, αν πέσεις μπρούμυτα, το πιθανότερο είναι να σε δείρω πριν σε βάλω πίσω, στο κρεβάτι». Κρίνοντας από τις εκφράσεις της Σαμίτσου και της Κόρελε, μάλλον δεν θα είχαν αντίρρηση να της δώσουν ένα χέρι βοήθειας.
Ο Ναρίσμα κι ο Άντλεϋ κοίταξαν την Κάντσουεϊν σοκαρισμένοι, ενώ ο Φλιν τράβηξε το πανωφόρι του σαν να διαφωνούσε με τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Ντασίβα, ωστόσο, άρχισε να γελάει σαν να γαυγίζει. «Αν επιθυμείς να καθαρίσουμε το μέρος από τις γυναίκες...» Ο άντρας με το απέριττο πρόσωπο άρχισε να ετοιμάζει τις ροές. Όχι θωρακίσεις, αλλά περίπλοκες συνθέσεις από Πνεύμα και Φωτιά που έκαναν τον Ραντ να υποπτευθεί πως, αν άγγιζαν κάποιον που σκόπευε να διαβιβάσει, θα του προκαλούσαν πολύ πόνο.
«Όχι», είπε γρήγορα. Η Μπέρα με την Κιρούνα θα υπάκουαν σε μια απλή διαταγή να αναχωρήσουν, κι αν όντως η Κόρελε με τη Σαμίτσου τον είχαν βοηθήσει να μείνει ζωντανός, τους χρωστούσε πολλά για να τις ανταμείψει με πόνο. Αν, ωστόσο, η Κάντσουεϊν νόμιζε πως η γύμνια του θα τον εμπόδιζε να κουνηθεί, σύντομα θα εκπλησσόταν. Δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον οι Κόρες τού είχαν αφήσει περιθώρια για σεμνότητα. Χαμογελώντας στη Μιν, τράβηξε τα χέρια της από πάνω του, ξεσκεπάστηκε και, κατεβαίνοντας από το κρεβάτι, πήγε δίπλα στην Άμυς.
Το στόμα της Σοφής σφίχτηκε, κι ο Ραντ ήταν σχεδόν σίγουρος πως αναλογιζόταν αν έπρεπε να καλέσει τις Κόρες ή όχι. Η Μπέρα έριξε στην Άμυς ένα αγωνιώδες αβέβαιο βλέμμα, ενώ η Κιρούνα έστρεψε βιαστικά την πλάτη της και φάνηκε αναψοκοκκινισμένη. Ο Ραντ προχώρησε προς την γκαρνταρόμπα, βηματίζοντας αργά για να μη δώσει την κατάλληλη ευκαιρία στην Κάντσουεϊν σε περίπτωση που έδειχνε μεγάλη βιασύνη.
«Πφφ!» έκανε αυτή, πίσω του. «Τι κρίμα, θα έπρεπε να του δώσω ένα χέρι ξύλο στον πισινό». Ακούστηκε ένας λαρυγγώδης ήχος, που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως συμφωνία με τα λεγόμενα της ή ως αποδοκιμασία για τη στάση του Ραντ.
«Ναι, αλλά είναι ένας όμορφος πισινός, έτσι;» είπε κάποια άλλη με μια ρυθμική Μουραντιανή προφορά. Μάλλον ήταν η Κόρελε.
Το καλό ήταν ότι είχε χώσει το κεφάλι του μέσα στην γκαρνταρόμπα. Ίσως τελικά οι Κόρες να του είχαν αφήσει μερικά ξέφτια σεμνότητας. Μα το Φως! Ένιωθε το πρόσωπό του ζεστό σαν φούρνο. Ελπίζοντας πως οι κινήσεις που θα έκανε για να ντυθεί θα έκρυβαν την αστάθειά του, έβαλε τα ρούχα του βιαστικά. Το ξίφος του ήταν ακουμπισμένο στο πίσω μέρος της γκαρνταρόμπας κι η ζώνη του ξίφους τυλιγμένη γύρω από τη μαύρη θήκη από δέρμα κάπρου. Άγγιξε τη μακριά λαβή κι αποτράβηξε αμέσως το χέρι του.
Ξυπόλητος ακόμα, στράφηκε να αντικρίσει τους υπόλοιπους, παλεύοντας να δέσει τα κορδόνια της πουκαμίσας του. Η Μιν εξακολουθούσε να κάθεται σταυροπόδι πάνω στο κρεβάτι, με το περιποιημένο πράσινο μεταξωτό παντελόνι της, και, κρίνοντας από την έκφρασή της, δυσκολευόταν να αποφασίσει ανάμεσα στην αποδοχή και στην απογοήτευση. «Πρέπει να κουβεντιάσω με τον Ντασίβα και τους άλλους Άσα'μαν», είπε ο Ραντ. «Μόνος».
Η Μιν κατέβηκε από το κρεβάτι κι έσπευσε να τον αγκαλιάσει, όχι πολύ σφιχτά λόγω των μπανταρισμένων πλευρών του. «Περίμενα πολλές ώρες για να σε δω και πάλι ολοζώντανο», είπε, γλιστρώντας το μπράτσο της γύρω από τη μέση του. «Θέλω να είμαι μαζί σου». Έδωσε μια μικρή έμφαση στην πρότασή της. Μάλλον έβλεπε κάποιες εικόνες, αλλά πάλι μπορεί να ήθελε απλώς να τον στηρίξει στα πόδια του. Το μπράτσο που είχε τυλίξει γύρω του ήταν περισσότερο υποστηρικτικό. Όπως και να είχε, ο Ραντ συγκατένευσε. Ούτως ή άλλως, ένιωθε μια σχετική ζαλάδα. Ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο της, συνειδητοποίησε ξαφνικά πως δεν ήθελε να φανεί αδύναμος τόσο απέναντι στους Άσα'μαν, όσο και στην Κάντσουεϊν ή στην Άμυς.