Η Μπέρα με την Κιρούνα υποκλίθηκαν διστακτικά και κίνησαν για την πόρτα, αλλά δίστασαν ξανά, καθώς η Άμυς δεν κουνήθηκε από τη θέση της. «Υποθέτω πως δεν σκοπεύεις να εγκαταλείψεις τα διαμερίσματά σου», είπε η Σοφή, κι ο τόνος της φωνής της δεν έδειχνε ούτε στο ελάχιστο ότι απευθυνόταν στον Καρ’α'κάρν.
Ο Ραντ ανασήκωσε το ξυπόλητο πόδι του. «Σου φαίνομαι να θέλω να πάω κάπου;» Η Άμυς ρουθούνισε, έριξε μια ματιά προς το μέρος του Άντλεϋ, πήρε την Μπέρα και την Κιρούνα κι έφυγαν.
Μια στιγμή αργότερα, τις ακολούθησαν κι η Κάντσουεϊν με τις υπόλοιπες. Η γκριζομάλλα Πράσινη έριξε με τη σειρά της ένα βλέμμα στον Άντλεϋ. Δεν αποτελούσε μυστικό ότι εδώ και μέρες είχε φύγει από την Καιρχίν. Η γυναίκα έκανε μια στάση λίγο πριν φτάσει στην πόρτα. «Μην κάνεις καμιά βλακεία, νεαρέ». Έμοιαζε με αυστηρή θείτσα που προειδοποιεί για κάτι το προβληματικό ανιψάκι της, δίχως πολλές ελπίδες να εισακουστεί. Η Σαμίτσου με την Κόρελε την ακολούθησαν, κοιτώντας βλοσυρά τόσο αυτόν όσο και τους Άσά’μαν. Μόλις βγήκαν από την πόρτα, ο Ντασίβα γέλασε βροντερά κουνώντας το κεφάλι του. Φαινόταν να το διασκεδάζει.
Ο Ραντ παραμέρισε τη Μιν για να φέρει τις μπότες του δίπλα από την γκαρνταρόμπα. Πήρε από μέσα ένα ζευγάρι τυλιγμένες κάλτσες, «Θα συναντηθούμε στον προθάλαμο μόλις βάλω τις μπότες μου, Ντασίβα».
Ο Άσα’μαν με το απέριττο πρόσωπο ξαφνιάστηκε, καθότι ήταν αφηρημένος να κοιτάει βλοσυρά τον Άντλεϋ. «Όπως προστάζεις, Άρχοντα Δράκοντα», είπε, πιέζοντας τη γροθιά του στο σημείο της καρδιάς.
Περιμένοντας μέχρι να αναχωρήσουν οι τέσσερις άντρες, ο Ραντ κάθισε σε ένα κάθισμα, με μια αίσθηση ανακούφισης να τον κατακλύζει, και φόρεσε τις κάλτσες του. Ήταν σίγουρος πως τα πόδια του ήταν δυνατότερα, και μόνο που είχε σταθεί όρθιος κι είχε κινηθεί λίγο. Ωστόσο, έμοιαζαν να μη θέλουν να τον στηρίξουν ιδιαίτερα.
«Είσαι σίγουρος πως αυτό που κάνεις είναι συνετό;» είπε η Μιν γονατίζοντας πλάι στο κάθισμά του, κι ο Ραντ την κοίταξε ξαφνιασμένος. Αν μιλούσε στον ύπνο του στη διάρκεια αυτών των δύο ημερών, οι Άες Σεντάι θα ήξεραν πια τα πάντα. Η Άμυς θα τον περίμενε ήδη με την Ενάιλα, τη Σομάρα και καμιά πενηνταριά ακόμα Κόρες.
Τράβηξε τις κάλτσες του προς τα επάνω. «Μήπως βλέπεις κάποιες εικόνες;»
Η Μιν κάθισε πάνω στις φτέρνες της, σταύρωσε τα χέρια της κάτω από τα στήθη της και τον κοίταξε σταθερά. Ύστερα από ένα λεπτό, αποφάσισε πως δεν είχε νόημα αυτό που έκανε κι αναστέναξε. «Πρόκειται για την Κάντσουεϊν. Θα σας διδάξει κάτι, εσένα και τους Άσα’μαν. Όλους τους Άσα'μαν, εννοώ. Είναι κάτι που πρέπει να μάθεις, αν και δεν έχω ιδέα τι, παρά μόνο ότι η διδαχή της δεν θα σας αρέσει. Δεν θα σας αρέσει καθόλου».
Ο Ραντ έμεινε για λίγο ακίνητος, με την μπότα στο χέρι, κι έπειτα έχωσε μέσα στο πόδι του. Τι ήταν αυτό που ήθελε να διδάξει τους Άσα'μαν η Κάντσουεϊν ή οποιαδήποτε άλλη Άες Σεντάι; Οι γυναίκες δεν μπορούσαν να διδάξουν τους άντρες, ούτε οι άντρες τις γυναίκες. Ήταν τόσο δύσκολο στην πραγμάτωσή του όσο κι η ίδια η Μία Δύναμη. «Θα δούμε», ήταν το μόνο που είπε.
Ήταν φως φανάρι πως η απάντησή του δεν ενθουσίασε τη Μιν. Ήξερε ότι θα συνέβαινε, όπως το ήξερε κι αυτός. Ποτέ της δεν έκανε λάθος. Αλλά, τι θα μπορούσε να είναι αυτό που ήθελε να τον διδάξει η Κάντσουεϊν; Τι ήταν αυτό που θα της επέτρεπε να τον διδάξει; Η συγκεκριμένη γυναίκα τον έκανε να αισθάνεται αβέβαιος ακόμα και για τον ίδιο του τον εαυτό, ανήσυχος με έναν τρόπο που είχε να νιώσει από την εποχή της πτώσης της Πέτρας του Δακρύου.
Ζορίζοντας το πόδι του, για να μπει στη δεύτερη μπότα, έφερε από την γκαρνταρόμπα τη ζώνη του ξίφους του καθώς κι ένα κόκκινο πανωφόρι ραμμένο με χρυσαφιά κλωστή, το ίδιο που φορούσε όταν είχε συναντήσει τους Θαλασσινούς. «Τι είδους συναλλαγή κάναμε με τη Μεράνα;» ρώτησε, κι ένας ήχος που υποδήλωνε οργή ακούστηκε από το λαιμό της Μιν.
«Καμιά, μέχρι σήμερα το πρωί τουλάχιστον», απάντησε ανυπόμονα. «Αυτή κι η Ραφέλα δεν εγκατέλειψαν το πλοίο, αν κι έστειλαν κάμποσα μηνύματα ρωτώντας αν είσαι καλά για να επιστρέψεις. Δεν νομίζω πως η συναλλαγή πήγε πολύ καλά γι' αυτές απουσία σου. Υποθέτω πως δεν είναι φρόνιμο να ελπίζουμε πως είναι αυτό που επιδιώκεις».