Выбрать главу

«Μπορούμε να διασώσουμε τον στρατό», αναφώνησε ο Άντλεϋ. «Να τι μπορούμε να κάνουμε. Ο Γουίραμον έστελνε ήδη ενισχύσεις στις οχυρώσεις όταν έφυγα, κι ο Σαμαήλ τούς κουρέλιασε όλους παρά τις δικές μου προσπάθειες και του Έμπεν». Ανασήκωσε το χέρι με το καψαλισμένο μανίκι. «Έπρεπε να επιτεθούμε και να υποχωρήσουμε αμέσως αλλά, ακόμα κι έτσι, μας κατέκαψε πάνω από μία φορά. Απώλειες είχαν κι οι Αελίτες επίσης. Πολεμούσαν τους Ιλιανούς που έβγαιναν έξω - οι άλλες οχυρώσεις πρέπει να είχαν αδειάσει γιατί έρχονταν πολλοί όταν έφευγα· αλλά κάθε φορά που ο Σαμαήλ έβλεπε έναν δικό μας ουλαμό, άσχετα αν ήταν Αελίτες ή όχι, τους ξέκανε. Τρεις σαν κι αυτόν να υπήρχαν, έστω και δύο, και δεν θα ήμουν σίγουρος αν θα έβρισκα κανέναν ζωντανό γυρίζοντας πίσω». Ο Ντασίβα του έριξε ένα βλέμμα σαν να αντίκριζε κάποιον τρελαμένο κι ο Άντλεϋ ανασήκωσε τους ώμους του, νιώθοντας λες την ελαφράδα του γυμνού, μαύρου πέτου του, συγκρινόμενη το με το ξίφος και τον Δράκοντα στο πέτο του μεγαλύτερου άντρα. «Συγχώρα με, Άσα'μαν», μουρμούρισε πτοημένος, και πρόσθεσε με ακόμα πιο σιγανή φωνή, «Τουλάχιστον, μπορούμε να τους διασώσουμε».

«Κι αυτό θα κάνουμε», τον διαβεβαίωσε ο Ραντ. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που περίμενε ο Άντλεϋ. «Θα με βοηθήσετε όλοι σας να σκοτώσω τον Σαμαήλ σήμερα κιόλας». Μόνο ο Ντασίβα φάνηκε να αιφνιδιάζεται. Οι υπόλοιποι συγκατάνευσαν. Ούτε καν οι Αποδιωγμένοι δεν τους φόβιζαν πια.

Ο Ραντ περίμενε από τη Μιν να του φέρει αντιρρήσεις, ίσως να απαιτούσε να έρθει μαζί του, αλλά αυτή τον εξέπληξε. «Ελπίζω να το κάνεις πριν κάποιος ανακαλύψει ότι έφυγες, βοσκέ». Αυτός ένευσε καταφατικά κι η Μιν αναστέναξε. Ίσως οι Αποδιωγμένοι εξαρτώνταν κι αυτοί από τα περιστέρια και τα μάτια και τα αυτιά, όπως οποιοσδήποτε άλλος, αλλά καλό θα ήταν να μην είναι και τόσο σίγουρος.

«Οι Κόρες θα θελήσουν να έρθουν, αν το μάθουν, Μιν». Αυτό ήταν σίγουρο και θα δυσκολευόταν πολύ να τους το αρνηθεί. Ωστόσο, η εξαφάνιση της Ναντέρα και της φρουράς της —όποια κι αν ήταν αυτή— πήγαινε πολύ.

Η Μιν αναστέναξε ξανά. «Νομίζω πως μπορώ να μιλήσω στη Ναντέρα. Ίσως να κατορθώσω να τις κρατήσω στον διάδρομο για καμιά ώρα, αλλά, όταν ανακαλύψουν τι έγινε, θα τα βάλουν μαζί μου». Ο Ραντ πήγε να γελάσει πάλι, αλλά θυμήθηκε το πονεμένο του πλευρό. Σίγουρα θα τα έβαζαν μαζί της, και μαζί του. «Και κάτι άλλο, αγροτόπαιδο: Ούτε στην Άμυς ούτε στη Σορίλεα θα αρέσουν όλα αυτά στα οποία με ανακατεύεις».

Άνοιξε το στόμα του για να της πει πως δεν της ζήτησε να κάνει τίποτα, αλλά πριν ακόμα προφέρει έστω και μια λέξη, αυτή τον πλησίασε. Τον κοίταξε μέσα από τα μεγάλα της ματοτσίνορα κι ακούμπησε το χέρι της στο στήθος του, χτυπώντας ελαφρά τα δάχτυλά της. Χαμογέλασε ζεστά και μίλησε με σιγανή φωνή, αν και τα δάχτυλά της αποκάλυπταν την εσωτερική της κατάσταση. «Αν πάθεις κάτι εξαιτίας της ξεροκεφαλιάς σου, Ραντ αλ'Θόρ, θα σπεύσω να βοηθήσω την Κάντσουεϊν, είτε το χρειάζεται είτε όχι». Το χαμόγελο της άστραψε για μια στιγμή, χαρούμενο σχεδόν, κι έπειτα στράφηκε προς την πόρτα. Ο Ραντ την παρακολουθούσε να φεύγει. Μπορεί μερικές φορές να έκανε το κεφάλι του να γυρίζει -κάτι που είχε συμβεί σχεδόν με όποια γυναίκα συνάντησε στο παρελθόν, τουλάχιστον μια δυο φορές- αλλά η Μιν είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο βαδίσματος που τον έκανε να θέλει να την κοιτάει.

Ξαφνικά, αντιλήφθηκε πως την παρακολουθούσε κι ο Ντασίβα, και μάλιστα ξερογλείφοντας τα χείλη του. Ο Ραντ καθάρισε τον λαιμό του, αρκετά δυνατά για να ακουστεί πάνω από τον ήχο της πόρτας που έκλεινε πίσω από τη γυναίκα. Για κάποιον λόγο, ο άντρας με το ανέκφραστο πρόσωπο σήκωσε τα χέρια του σαν να αμυνόταν, παρ' όλο που ο Ραντ δεν τον αγριοκοίταξε. Πήγαινε πολύ να αγριοκοιτάζει τους άντρες του επειδή η Μιν φορούσε εφαρμοστά παντελόνια. Άφησε τον εαυτό του να περικυκλωθεί από το Κενό, άδραξε το σαϊντίν κι εξαπέλυσε παγερή φωτιά και λιωμένες ακαθαρσίες στην ύφανση για να φτιάξει μια πύλη. Ο Ντασίβα έκανε ένα βήμα πίσω καθώς η πύλη άνοιξε. Ίσως ένα χέρι λιγότερο να τον έκανε να μην ξερογλείφεται σαν κατσίκα. Κάτι κυρτό και πορφυρό άπλωσε ένα δίχτυ σαν της αράχνης στην εξωτερική μεριά του Κενού.

Ο Ραντ πέρασε και βγήκε μέσα στη λάσπη, με τον Ντασίβα και τους υπόλοιπους να τον ακολουθούν. Μόλις πέρασε κι ο τελευταίος, ελευθέρωσε την Πηγή. Μια αίσθηση απώλειας τον κατέκλυσε καθώς το σαϊντίν έσβηνε κι η αντίληψη της Αλάνα λιγόστευε. Ωστόσο, αυτή η απώλεια δεν ήταν τόσο ισχυρή ούτε τόσο αβάσταχτη επειδή ο Λουζ Θέριν ήταν παρών.

Ο χρυσαφής ήλιος, πάνω από τα κεφάλια τους, κόντευε να αγγίξει τον ορίζοντα. Μια ριπή ανέμου ανάδεψε τη σκόνη, κάτω από τις μπότες του, χωρίς να αφήσει καμιά αίσθηση δροσιάς. Η πύλη είχε ανοίξει σε μια απλωσιά, σημαδεμένη από ένα σχοινί περασμένο ανάμεσα σε τέσσερις ξύλινους πασσάλους. Στην κάθε γωνία στεκόταν κι από ένα ζευγάρι φρουρών με κοντά πανωφόρια και φουσκωτές βράκες χωμένες μέσα στις μπότες τους, ενώ ξίφη που έμοιαζαν ελαφρώς ελικοειδή κρέμονταν από τα πλευρά τους. Κάποιοι από αυτούς είχαν παχιά μουστάκια που κρέμονταν σχεδόν μέχρι το πηγούνι τους, ή πυκνές γενειάδες, ενώ οι μύτες όλων ήταν γαμψές και τα σκοτεινά τους μάτια κάπως λοξά. Μόλις ο Ραντ έκανε την εμφάνισή του, ένας από αυτούς άρχισε να τρέχει.