«Μα τι κάνουμε εδώ;» αναρωτήθηκε ο Ντασίβα, κοιτώντας δύσπιστα τριγύρω.
Γύρω τους, απλώνονταν εκατοντάδες σκηνές με μυτερές οροφές, σε χρώμα γκρίζο και σκονισμένο λευκό, καθώς επίσης και πάσσαλοι με, ήδη σαμαρωμένα, άλογα. Το Κάεμλυν δεν απείχε πάνω από λίγα μίλια κι ήταν κρυμμένο πίσω από τα δέντρα, ενώ ο Μαύρος Πύργος απείχε κάτι παραπάνω. Ο Τάιμ, πάντως, λογικά δεν θα είχε πάρει είδηση τίποτα, εκτός κι αν είχε κάποιον κατάσκοπο να τους παρακολουθεί. Ένα από τα καθήκοντα του Φέντγουιν Μορ ήταν να κρυφακούει -να αφουγκράζεται— κάποιον που προσπαθεί να κατασκοπεύσει. Ένα θρόισμα από μουρμουρητά έφτασε προς το μέρος τους από την κατεύθυνση των σχοινιών, κι άντρες με γαμψές μύτες κι σπειροειδή ξίφη ανασηκώθηκαν και κοίταξαν τον Ραντ γεμάτοι προσμονή. Σκόρπιες εδώ κι εκεί υπήρχαν και κάμποσες γυναίκες. Οι Σαλδαίες ακολουθούσαν συχνά τους συζύγους τους στη μάχη, τουλάχιστον ανάμεσα στις τάξεις των ευγενών και των αξιωματούχων. Σήμερα, ωστόσο, δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Σκύβοντας για να περάσει κάτω από το σχοινί, ο Ραντ κατευθύνθηκε προς μια σκηνή διόλου διαφορετική από τις υπόλοιπες με μόνη εξαίρεση το λάβαρο που κρεμόταν από το μπροστινό κοντάρι, τρία κόκκινα άνθη σε ένα λιβάδι γεμάτο μπλε. Τα βασιλικά άνθη δεν πέθαιναν ούτε στους χειμώνες της Σαλδαία, κι όταν η φωτιά μαυρίζει τα δάση, αυτά τα κόκκινα λουλούδια είναι τα πρώτα που φυτρώνουν ξανά. Ένα άτρωτο άνθος: το έμβλημα του Οίκου Μπασίρε.
Στο εσωτερικό της σκηνής, ο ίδιος ο Μπασίρε έβαζε τις μπότες του και τα σπιρούνια του και τοποθετούσε το ξίφος στον γοφό του. Η Ντέιρα ήταν μαζί του, κάτι μάλλον δυσοίωνο. Φορούσε μια στολή ιππασίας στην ίδια απόχρωση με το γκρίζο πανωφόρι του άντρα της, και παρ’ όλο που δεν διέθετε ξίφος, το μακρύ στιλέτο στη ζώνη της με τα βαριά ασημιά κυκλάκια το υποκαθιστούσε πλήρως. Τα πέτσινα γάντια που ήταν χωμένα πίσω από τη ζώνη της υποδήλωναν άτομο αποφασισμένο να ιππεύει επί ώρες.
«Δεν περίμενα να συμβεί αυτό πριν περάσουν κάμποσες μέρες ακόμα», είπε ο Μπασίρε καθώς ανασηκωνόταν από μια πτυσσόμενη καρέκλα εκστρατείας. «Η αλήθεια είναι πως θα προτιμούσα να περνούσαν μερικές βδομάδες. Ήλπιζα πως τα απομεινάρια του στρατού του Τάιμ θα εξοπλίζονταν με τον τρόπο που είχαμε σχεδιάσει εγώ κι ο Ματ -μάζεψα κάθε κατασκευαστή βαλλιστρών που βρήκα στα εργαστήρια κι άρχισαν να φτιάχνουν βαλλίστρες με τρελούς ρυθμούς- αλλά όπως έχουν τα πράγματα, δεν είναι πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες αυτοί που εξοπλίστηκαν κι οι περισσότεροι δεν ξέρουν καν να τις χειριστούν». Με ένα ερωτηματικό βλέμμα σήκωσε μια ασημένια κανάτα από τους χάρτες που ήταν απλωμένοι πάνω στο διπλωτό τραπεζάκι. «Μας μένει χρόνος να πιούμε ένα παντς;»
«Δεν πίνω παντς», αποκρίθηκε ανυπόμονα ο Ραντ. Ο Μπασίρε τού είχε μιλήσει και προηγουμένως για τους άντρες που ήταν ανεπίδεκτοι στη διαβίβαση και τους οποίους είχε ανακαλύψει ο Τάιμ, αλλά ούτε που τον είχε ακούσει καλά-καλά. Αν ο Μπασίρε πίστευε πως τους είχε εκπαιδεύσει καλά, όλα τα άλλα περίσσευαν. «Ο Ντασίβα και τρεις ακόμα Άσα’μαν περιμένουν απέξω. Μόλις καταφθάσει κι ο Μορ θα είμαστε έτοιμοι». Κοίταξε την Ντέιρα νι Γκαλίν τ' Μπασίρε, η οποία δέσποζε πάνω από τον μικροσκοπικό της σύζυγο με τη γερακίσια μύτη της και τα μάτια που έκαναν το βλέμμα του γερακιού να μοιάζει ήπιο. «Όχι παντς, Άρχοντα Μπασίρε, κι όχι γυναίκες, για σήμερα τουλάχιστον».
Η Ντέιρα έμεινε με ανοικτό το στόμα, και τα σκοτεινά της μάτια έλαμψαν ξαφνικά.
«Όχι γυναίκες», είπε ο Μπασίρε, στρώνοντας τα βαριά, γκριζωπά μουστάκια του. «Θα μεταφέρω τη διαταγή». Στράφηκε στην Ντέιρα απλώνοντας το χέρι του. «Γυναίκα», είπε ευγενικά. Ο Ραντ μόρφασε, άσχετα από τον ήπιο τόνο της φωνής, και περίμενε το ξέσπασμα.
Το στόμα της Ντέιρα λέπτυνε και κοίταξε συνοφρυωμένη τον άντρα της, μοιάζοντας με γεράκι έτοιμο να ορμήσει σε ποντικό. Όχι ότι ο Μπασίρε έμοιαζε με ποντικό βέβαια, απλά έμοιαζε με γεράκι μικρότερου μεγέθους. Η γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα. Η Ντέιρα ήταν ικανή να κάνει την αναπνοή της να φαντάζει σεισμός. Ξεθηκάρωσε το στιλέτο από τη ζώνη της και το απίθωσε στο χέρι του άντρα της. «Εμείς θα τα πούμε αργότερα, Ντάβραμ», του είπε. «Εκτενώς, μάλιστα».