Выбрать главу

Κάποια μέρα, σκέφτηκε ο Ραντ, όταν θα είχαν χρόνο στη διάθεσή τους, θα έβαζε τον Μπασίρε να του εξηγήσει πώς το πετύχαινε αυτό. Αν ποτέ έβρισκαν χρόνο.

«Εκτενώς», συμφώνησε κι ο Μπασίρε, χαμογελώντας κάτω από τα μουστάκια του καθώς έχωνε το στιλέτο πίσω από τη ζώνη του. Ίσως ο άνθρωπος να είχε τάσεις αυτοκτονίας.

Τα σχοινιά είχαν λυθεί απ' έξω, κι ο Ραντ καθόταν σε στάση αναμονής, μαζί με τον Ντασίβα και τους υπόλοιπους Άσα'μαν, ενώ εννέα χιλιάδες έφιπποι Σαλδαίοι είχαν παραταχθεί πίσω από τον Μπασίρε ανά στήλες των τριών. Κάπου πίσω τους, συσπειρώνονταν δεκαπέντε χιλιάδες άντρες που αυτοαποκαλούνταν η Λεγεώνα του Δράκοντα. Ο Ραντ τούς είχε ρίξει μια ματιά. Φορούσαν ένα μπλε πανωφόρι φτιαγμένο έτσι που να κουμπώνει στα πλάγια για να φαίνεται ξεκάθαρα ο χρυσοκόκκινος Δράκοντας στο στήθος. Οι περισσότεροι κουβαλούσαν βαλλίστρες επενδυμένες με ατσάλι, ενώ άλλοι βαριές δύσκαμπτες ασπίδες, αλλά κανείς δεν είχε ακόντιο. Ό,τι κι αν μαγείρευαν ο Ματ με τον Μπασίρε, ο Ραντ ήλπιζε πως δεν θα οδηγούσε στον θάνατο τη λεγεώνα αυτή.

Ο Μορ μειδιούσε με ενθουσιασμό ενόσω περίμενε με ανυπομονησία. Ίσως απλά να ήταν ευχαριστημένος που φορούσε ξανά το μαύρο πανωφόρι με το ασημί ξίφος στο πέτο, ωστόσο ο Άντλεϋ με τον Ναρίσμα μειδιούσαν κι αυτοί, όπως κι ο Φλιν άλλωστε. Ήξεραν πια πού πήγαιναν και τι θα έκαναν. Ο Ντασίβα δεν ήταν μουτρωμένος, ως συνήθως, και τα χείλη του κινούνταν σιωπηλά. Ως συνήθως. Εξίσου σιωπηλές, αν και κατσούφες, ήταν οι Σαλδαίες που είχαν μαζευτεί πίσω από την Ντέιρα και παρακολουθούσαν από μια μεριά. Αετοί και γεράκια, φτερά ανακατεμένα κι άγρια. Ο Ραντ δεν έδινε πεντάρα για τις γκριμάτσες που έκαναν και για το βλοσυρό τους βλέμμα. Αφού μπορούσε να αντιμετωπίσει τη Ναντέρα και τις Κόρες έπειτα από αυτό, σήμαινε πως οι Σαλδαίοι μπορούσαν να αντεπεξέλθουν σε μακροσκελείς συζητήσεις. Σήμερα, Φωτός θέλοντος, καμιά γυναίκα δεν θα πέθαινε εξαιτίας του.

Τόσο πολλοί άντρες δεν ήταν δυνατόν να παραταχθούν μέσα σε μια στιγμή, ακόμα κι αν περίμεναν τη σχετική διαταγή, αλλά πολύ σύντομα ο Μπασίρε σήκωσε το ξίφος του και φώναξε: «Άρχοντα Δράκοντα!»

Μια κραυγή υψώθηκε από τη μεγάλη φάλαγγα, πίσω του. «Ο Άρχοντας Δράκοντας!»

Αδράχνοντας την Πηγή, ο Ραντ έφτιαξε μια πύλη ανάμεσα στους πασσάλους, τέσσερα επί τέσσερα, και την πέρασε καθώς έδενε την ύφανση, γεμάτος με σαϊντίν και τους Άσα'μαν να τον ακολουθούν κατά πόδας. Βγήκε σε μια μεγάλη, ανοικτή πλατεία, κυκλωμένη από πελώριους, λευκούς κίονες, στην κορυφή των οποίων υπήρχε ένα μαρμάρινο στεφάνι από κλαδιά ελιάς. Στις δύο άκρες της πλατείας ορθώνονταν, πανομοιότυπα σχεδόν, παλάτια με πορφυρές οροφές, διαδρόμους με κιονοστοιχίες, ψηλούς εξώστες και λεπτόκορμους οβελίσκους. Ήταν το Παλάτι του Βασιλιά κι η κάπως μικρότερη Μεγάλη Αίθουσα του Συμβουλίου, κι η πλατεία αυτή ήταν η Πλατεία του Ταμούζ, στην καρδιά του Ιλιαν.

Ένας κοκαλιάρης άντρας με ένα μπλε πανωφόρι και με γενειάδα που άφηνε γυμνό το πάνω του χείλος, στεκόταν και κοίταζε σαν χαζός τον Ραντ και τους μαυροντυμένους Άσα'μαν να ξεπηδούν από μια τρύπα στον αέρα, ενώ μια εύσωμη γυναίκα, με πράσινο φόρεμα ραμμένο αρκετά ψηλά έτσι που να φαίνονται τα πράσινα πασουμάκια κι οι αστράγαλοι που καλύπτονταν από πράσινες κάλτσες, πίεσε και τα δυο της χέρια στο πρόσωπό της κι έμεινε ριζωμένη μπροστά τους, με τα σκούρα της μάτια γουρλωμένα. Όλος ο κόσμος είχε σταματήσει για να κοιτάξει, γυρολόγοι με τους δίσκους τους, αμαξάδες που οδηγούσαν τα βόδια τους, άντρες, γυναίκες και παιδιά με ορθάνοιχτα από την έκπληξη στόματα.

Ο Ραντ τίναξε ψηλά τα χέρια του και διαβίβασε. «Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας!» Οι λέξεις ήχησαν σαν βροντή σε όλο το μήκος της πλατείας, ενισχυμένες από τον Αέρα και τη Φωτιά, ενώ φλόγες ξεπήδησαν από τα χέρια του φτάνοντας σε ύψος εκατό ποδών. Πίσω του, οι Άσα'μαν γέμισαν τον ουρανό με μπάλες φωτιάς που ξεπετάγονταν προς κάθε κατεύθυνση. Όλοι, εκτός του Ντασίβα, ο οποίος έφτιαχνε γαλάζιες αστραπές που τριζοβολούσαν, δημιουργώντας ένα ακανόνιστο δίχτυ πάνω από την πλατεία.

Δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο. Μια ανθρώπινη παλίρροια άρχισε να τρέχει ουρλιάζοντας προς κάθε κατεύθυνση, μακριά από την Πλατεία του Ταμούζ. Το έσκασαν πάνω στην ώρα. Ο Ραντ κι οι Άσα'μαν παραμέρισαν από την πύλη κι ο Ντάβραμ Μπασίρε οδήγησε τους αλαλάζοντες Σαλδαίους του στο Ίλιαν, μια θάλασσα ιππέων που κράδαιναν τα ξίφη τους καθώς ξεχύνονταν. Ακριβώς μπροστά, ο Μπασίρε ηγούνταν της κεντρικής φάλαγγας, ακριβώς όπως τα είχαν σχεδιάσει τόσο καιρό πριν -έτσι τους φαινόταν τουλάχιστον- ενώ οι άλλες δύο φάλαγγες απλώνονταν μία από κάθε μεριά. Ξεχύθηκαν ορμητικά μέσα από την πύλη και χωρίστηκαν σε μικρότερες ομάδες, καλπάζοντας στους δρόμους που οδηγούσαν εκτός πλατείας.