Выбрать главу

Ο Ραντ δεν περίμενε για να δει την έξοδο και του τελευταίου καβαλάρη. Δεν είχε περάσει ούτε το ένα τρίτο της στρατιάς του, κι αμέσως ύφανε ένα καινούργιο, μικρότερο άνοιγμα. Δεν χρειαζόταν να γνωρίζεις τέλεια ένα μέρος για να Ταξιδέψεις, αν σκόπευες να μετακινηθείς σε κοντινές αποστάσεις. Αισθάνθηκε γύρω του τον Ντασίβα και τους υπόλοιπους να υφαίνουν τις πύλες τους, αλλά ήδη περνούσε μέσα από τη δικιά του, κλείνοντας την πίσω του, στην κορυφή ενός πύργου του Παλατιού του Βασιλιά. Αναρωτήθηκε αφηρημένα αν ο Μάτιν Στεπάνεος ντεν Μπάλγκαρ, ο Βασιλιάς του Ίλιαν, βρισκόταν εκείνη τη στιγμή ακριβώς από κάτω του.

Η κορυφή του οβελίσκου δεν ήταν μεγαλύτερη από πέντε βήματα και κυκλωνόταν από ένα τείχος κόκκινης πέτρας που δεν του έφτανε ούτε μέχρι το στήθος. Με ύψος πενήντα βήματα, ήταν το ψηλότερο σημείο της πόλης. Από το σημείο εκείνο μπορούσε να δει πέρα από τις οροφές που λαμποκοπούσαν κάτω από τον απογευματινό ήλιο, πορφυρές, πράσινες και πολύχρωμες, στα μακρόστενα, χωμάτινα μονοπάτια που έκοβαν το τεράστιο έλος με το ψηλό γρασίδι που κύκλωνε την πόλη και το λιμάνι. Μια αψιά ταγκάδα αλμύρας απλωνόταν στο αέρα. Το Ίλιαν δεν είχε ανάγκη από τείχη, μια και το έλος γύρω του ήταν ικανό να σταματήσει οποιονδήποτε εισβολέα που δεν είχε τη δυνατότητα να φτιάξει τρύπες στον αέρα. Ούτως ή άλλως, σε αυτή την περίπτωση τα τείχη δεν θα χρησίμευαν.

Ήταν όμορφη πόλη, με τα κτήρια φτιαγμένα από ευθυγραμμισμένες, ωχρές πέτρες, μια πόλη με διασταυρούμενα κανάλια και δρόμους που από αυτό το ύψος έμοιαζαν με γαλαζοπράσινο αρχιτεκτονικό διακοσμητικό, αλλά ο Ραντ δεν σταμάτησε στιγμή για να τα θαυμάσει. Χαμηλά, πέρα από τις οροφές των ταβερνών, των μαγαζιών και των παλατιών με τους οβελίσκους, κατηύθυνε στριφογυρίζοντας ροές από Αέρα και Νερό, Φωτιά, Γη και Πνεύμα. Δεν προσπαθούσε να υφάνει τις ροές, απλώς τις άφηνε να ξεχυθούν πάνω από την πόλη και κάπου ένα μίλι πιο πέρα, μέσα στο έλος. Από πέντε άλλους πύργους εμφανίστηκαν παρόμοιες ροές που κινούνταν χαμηλά, και στα σημεία που, ανεξέλεγκτες, άγγιζαν η μία την άλλη άστραφταν φώτα, ξεπηδούσαν σπίθες κι αναδεύονταν σύννεφα χρωματιστών ατμών, μια παράσταση που θα ζήλευε κάθε Φωτοδότης. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καλύτερο τρόπο για να τρομάξει τον κόσμο και να τον κάνει να παραμερίσει μπροστά στους στρατιώτες του Μπασίρε, αν και δεν ήταν εκεί το θέμα.

Πολύ καιρό πριν, είχε σκεφτεί πως ο Σαμαήλ θα πρέπει να είχε τοποθετήσει φύλακες υφασμένους σε ολόκληρη την πόλη, έτσι που να σήμαιναν αμέσως συναγερμό σε περίπτωση που κάποιος διαβίβαζε μέσω του σαϊντίν. Φύλακες αντιστραμμένους, έτσι που μόνο ο Σαμαήλ να μπορεί να τους βρει, φύλακες που θα μπορούσαν να τον πληροφορήσουν από ποιο ακριβώς σημείο διαβίβαζε ο συγκεκριμένος άντρας για να τον εξολόθρευε στη στιγμή. Με λίγη τύχη, όλοι αυτοί οι φύλακες θα πρέπει να είχαν ενεργοποιηθεί τώρα. Ο Λουζ Θέριν ήταν σίγουρος πως ο Σαμαήλ είχε τη δυνατότητα να τους διαισθανθεί όπου κι αν βρισκόταν, ακόμα και σε μεγάλη απόσταση. Να γιατί ήταν άχρηστοι πλέον. Έπρεπε να φτιαχτούν ξανά από τη στιγμή που θα ενεργοποιούνταν. Ο Σαμαήλ θα ερχόταν. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε παραδώσει κάτι που θεωρούσε δικό του δίχως να δώσει μάχη, άσχετα πόσο αναξιόπιστες ήταν οι διεκδικήσεις του. Όλες αυτές οι πληροφορίες προέρχονταν από τον Λουζ Θέριν. Αν ήταν αληθινός - που μάλλον ήταν. Αυτές οι αναμνήσεις ήταν ιδιαίτερα λεπτομερείς, όμως, από την άλλη, κι οι φαντασιώσεις ενός τρελού έκρυβαν μεγάλη λεπτομέρεια.

Λουζ Θέριν! τον κάλεσε σιωπηλά. Μόνο ο άνεμος που φυσούσε πάνω από το Ιλιαν του απάντησε.

Κάτω από τα πόδια του, η Πλατεία του Ταμούζ είχε ερημώσει κι ήταν σιωπηλή, άδεια εκτός από μερικές εγκαταλειμμένες άμαξες. Οι ακμές της πύλης ήταν αόρατες, και μόνο οι υφάνσεις διακρίνονταν κάπως.

Απλώνοντας το χέρι του προς αυτές τις υφάνσεις, ο Ραντ ξέλυσε τον δεσμό και, καθώς η πύλη χανόταν, ελευθέρωσε διστακτικά το σαϊντίν. Οι ροές εξαφανίστηκαν. Ίσως κάποιοι από τους Άσά’μαν να χρησιμοποιούσαν ακόμα την Πηγή, αν και τους είχε διατάξει να μην το κάνουν. Τους είχε πει πως, αν διαισθάνονταν κάποιον να διαβιβάζει μέσα στο Ιλιαν από τη στιγμή που ο ίδιος θα σταματούσε, θα τον σκότωνε αμέσως και χωρίς προειδοποίηση. Δεν ήθελε να ανακαλύψει κατόπιν εορτής πως αυτός που διαβίβαζε ήταν ένας από τους Άσα’μαν. Ακούμπησε στον τοίχο και περίμενε, ευχόμενος να μπορούσε να κάτσει. Τα πόδια του πονούσαν και το πλευρό του έκαιγε, όποια στάση κι αν έπαιρνε, ωστόσο ήταν αναγκαίο να παρατηρήσει και να διαισθανθεί μια ύφανση.

Η πόλη δεν ήταν εντελώς σιωπηλή. Άκουγε μακρινές κραυγές να έρχονται από κάθε κατεύθυνση καθώς και την αχνή κλαγγή του μετάλλου πάνω σε μέταλλο. Παρά το ότι είχε μετακινήσει τόσους πολλούς άντρες στα σύνορα, ο Σαμαήλ δεν είχε αφήσει το Ίλιαν απροστάτευτο. Ο Ραντ γύρισε και προσπάθησε να δει προς κάθε κατεύθυνση ταυτόχρονα. Πίστευε πως ο Σαμαήλ θα ερχόταν στο Παλάτι του Βασιλιά, ή σε εκείνο στην άλλη άκρη της πλατείας, αλλά δεν ήταν κι απόλυτα σίγουρος. Πρόσεξε σε κάποιον δρόμο έναν ουλαμό Σαλδαίων να μάχεται με έναν ισοδύναμο αριθμό ιππέων με αστραφτερές πανοπλίες. Ξαφνικά, φάνηκαν κι άλλοι Σαλδαίοι να καλπάζουν από τη μια μεριά, τη στιγμή που τα κτήρια έκρυψαν από τα μάτια του την εξέλιξη της συμπλοκής. Σε μια άλλη κατεύθυνση, εντόπισε μερικούς ακόμα από τη Λεγεώνα του Δράκοντα να καλπάζουν στο μήκος μιας χαμηλής γέφυρας ενός καναλιού. Ένας αξιωματικός με τα χαρακτηριστικά, μεγάλα και κόκκινα φτερά στην περικεφαλαία του ηγούνταν είκοσι περίπου αντρών εξοπλισμένων με πλατιές ασπίδες, ψηλές έως τον ώμο τους, ακολουθούμενοι από άλλους διακόσιους με βαριές βαλλίστρες. Πώς θα πολεμούσαν; Ουρλιαχτά και κλαγγή ατσαλιού πάνω σε ατσάλι ηχούσε από απόσταση, καθώς κι οι αχνές κραυγές των θανάσιμα τραυματισμένων.