Ο ήλιος χαμήλωσε κι οι σκιές απλώθηκαν στην πόλη. Ήταν λυκόφως, κι ο ήλιος έμοιαζε με έναν μικρό, πορφυρό θόλο στη δύση. Φάνηκαν μερικά άστρα. Μήπως έκανε λάθος; Μήπως ο Σαμαήλ είχε σκοπό να πάει κάπου αλλού, να βρει μια άλλη γη για να κατακτήσει; Μήπως το μόνο που άκουγε ήταν τα δικά του παραληρήματα;
Ένας άντρας διαβίβασε και για μια στιγμή ο Ραντ μαρμάρωσε, κοιτώντας τη Μεγάλη Αίθουσα του Συμβουλίου. Η ποσότητα του σαϊντίν που χρησιμοποιούσε ήταν αρκετή για να ανοίξει πύλη. Αν η ένταση της διαβίβασης ήταν μικρότερη, μπορεί να μην την ένιωθε σε όλο το μήκος της πλατείας. Θα πρέπει να ήταν ο Σαμαήλ.
Μέσα σε δευτερόλεπτα άδραξε την Πηγή, ύφανε μια πύλη και πέρασε μέσα αστραπιαία για να ξεφύγει από τα χέρια του. Βρέθηκε σε ένα τεράστιο δωμάτιο, φωτισμένο από χρυσούς κατοπτρικούς φανούς πάνω σε στηρίγματα κι από άλλους που κρέμονταν από αλυσίδες περασμένες στο ταβάνι. Οι τοίχοι ήταν μαρμάρινοι, χιονάτοι, με σκαλιστές ζωφόρους που απεικόνιζαν μάχες και πλοιάρια που συνωστίζονταν στο, περικυκλωμένο από το έλος, λιμάνι του Ίλιαν. Στην αντικριστή μεριά του δωματίου εννέα επίχρυσες πολυθρόνες με βαριά λάξευση στέκονταν σαν θρόνοι στην κορυφή μιας λευκής εξέδρας με σκαλοπάτια, με την κεντρική πολυθρόνα να έχει ψηλότερη ράχη από τις υπόλοιπες. Πριν ακόμα προλάβει να ελευθερώσει την πύλη, πίσω του, το υπερυψωμένο σημείο πάνω στο οποίο βρισκόταν ανατινάχτηκε. Αισθάνθηκε την ορμή της Φωτιάς και της Γης, καθώς και μια καταιγίδα από πέτρινα θραύσματα και σκόνη να περνάνε μέσα από την πύλη, ρίχνοντάς τον μπρούμυτα. Ο πόνος σούβλισε το πλευρό του καθώς προσγειωνόταν, μια κοφτερή κόκκινη λόγχη που χωνόταν στο Κενό μέσα στο οποίο έπλεε, κάτι που τον ανάγκασε αμέσως να ελευθερώσει την πύλη. Ο πόνος κι η αδυναμία αφορούσαν κάποιον άλλον. Στο Κενό, μπορούσε να τα αγνοήσει.
Κινήθηκε, αναγκάζοντας τους μυς κάποιου άλλου να κουνηθούν. Σηκώθηκε αγκομαχώντας κι άρχισε να τρέχει φρενιασμένος προς το βάθρο καθώς εκατοντάδες κόκκινα νημάτια περνούσαν φλεγόμενα μέσα από το ταβάνι κι έκαιγαν το γαλαζωπό σαν τη θάλασσα μαρμάρινο δάπεδο σχηματίζοντας έναν πλατύ κύκλο στο σημείο που χάνονταν τα τελευταία υπολείμματα της πύλης του. Ένα από δαύτα πέρασε μέσα από την μπότα του, τον χτύπησε στη φτέρνα κι αυτός άκουσε τον εαυτό του να ουρλιάζει και να πέφτει. Ο πόνος όμως, τόσο στα πλευρά, όσο και στο πόδι, δεν ήταν δικός του.
Γυρνώντας ανάσκελα, μπορούσε να διακρίνει τα υπολείμματα αυτών των φλεγόμενων κόκκινων νηματίων, νωπά ακόμα έτσι που να διαγράφουν την ύφανση της Φωτιάς και του Αέρα με έναν τρόπο άγνωστο στον ίδιο. Τώρα καταλάβαινε την κατεύθυνση απ' όπου είχαν έρθει. Μαύρες τρύπες στο πάτωμα και στον στολισμένο λευκό γύψο της οροφής, ψηλά πάνω από το κεφάλι του, τσίριξαν και τριζοβόλησαν στο άγγιγμα του αέρα.
Ανασήκωσε τα χέρια του κι ύφανε μοιροφωτιά. Ή, τουλάχιστον, ξεκίνησε να την υφαίνει. Το μάγουλο κάποιου άλλου αισθάνθηκε το τσίμπημα από ένα ξεχασμένο χαστούκι, κι η φωνή της Κάντσουεϊν τσίριξε και τριζοβόλησε μέσα στο κεφάλι του, όπως οι τρύπες που σχημάτισαν τα κόκκινα νημάτια. Δεν θα το ξανακάνεις, αγόρι μου. Δεν θα το ξανακάνεις ποτέ. Νόμιζε πως άκουγε τον Λουζ Θέριν να κλαψουρίζει από φόβο για όσα θα έχανε, γι' αυτό που κάποτε κατάστρεψε σχεδόν ολάκερο τον κόσμο. Όλες οι ροές, εκτός από τη Φωτιά και τον Αέρα, χάθηκαν, κι ο Ραντ εξακολουθούσε να υφαίνει. Χίλια κόκκινα ινίδια ξεπήδησαν ανάμεσα στις παλάμες του κι άνοιξαν σαν βεντάλια καθώς ξεπηδούσαν ψηλά. Ένα κυκλικό μέρος της οροφής με διάμετρο δύο πόδια κατέρρευσε μέσα σε πέτρινα συντρίμμια, σκόνη και σοβάδες.