Μόνο μετά το εγχείρημά του σκέφτηκε πως ίσως να υπήρχε κάποιος άλλος ανάμεσα σ' αυτόν και στον Σαμαήλ. Σκόπευε να σκοτώσει τον Σαμαήλ την ίδια μέρα κιόλας, και μακάρι να μπορούσε να το κάνει χωρίς να σκοτωθεί κανείς άλλος... Οι υφάνσεις εξαφανίστηκαν καθώς ανασηκώθηκε κι άρχισε να βαδίζει βιαστικά, κουτσαίνοντας, προς τις πόρτες, στην μια άκρη του διαδρόμου, ψηλές, με τα πλαίσια τους σκαλισμένα με εννέα χρυσές μέλισσες στο μέγεθος της γροθιάς του.
Μια ελαφριά ροή Αέρα άνοιξε μια πόρτα, αρκετά μικρή για να τη διακρίνει από απόσταση, πριν προλάβει να τη φτάσει. Χωλαίνοντας στον διάδρομο, έπεσε στο ένα γόνατο. Το πλευρό του άντρα έκαιγε κι ο πόνος στη φτέρνα του του προκαλούσε αγωνία. Ο Ραντ τράβηξε το ξίφος του κι ακούμπησε επάνω του, περιμένοντας. Ένας φρεσκοξυρισμένος τύπος με πλαδαρά ροδαλά μάγουλα κοίταξε από τη γωνία σε όλο το μήκος του διαδρόμου. Από τη φορεσιά του, θα έλεγε κανείς πως ήταν μάλλον υπηρέτης. Αν μη τι άλλο, μια φορεσιά πράσινη στη μια μεριά και κίτρινη στην άλλη φάνταζε σαν λιβρέα. Ο τύπος πρόσεξε τον Ραντ και με αργές κινήσεις, λες και δεν θα τον παρατηρούσε κανείς αν κινούνταν αρκετά αργά, εξαφανίστηκε. Αργά ή γρήγορα, ο Σαμαήλ θα έπρεπε να...
«Το Ίλιαν μού ανήκει!» Η φωνή αντήχησε από κάθε κατεύθυνση ταυτόχρονα, κι ο Ραντ βλαστήμησε. Θα πρέπει να ήταν η ύφανση που είχε χρησιμοποιήσει κι ο ίδιος στην πλατεία, ή κάτι παρόμοιο. Απαιτούσε τόση λίγη Δύναμη που θα μπορούσε να μην έχει αισθανθεί τις πραγματικές ροές ακόμα κι αν βρισκόταν σε απόσταση δέκα βημάτων από τον άντρα. «Το Ιλιαν μού ανήκει! Αν σε σκοτώσω, θα καταστρέψω κάτι που μου ανήκει, αλλά δεν πρόκειται να αφήσω ούτε εσένα να το καταστρέψεις. Αν είχες τα κότσια να με κυνηγήσεις μέχρις εδώ, έχεις το κουράγιο να με ακολουθήσεις ξανά;» Ένας ύπουλος κι ελαφρά ειρωνικός τόνος διαπέρασε τη βροντερή φωνή. «Έχεις το θάρρος;» Κάπου πάνω από το κεφάλι του μια πύλη άνοιξε κι έκλεισε, κι ο Ραντ δεν είχε καμιά αμφιβολία για το τι ήταν.
Πράγματι, είχε άραγε το θάρρος; «Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας», μουρμούρισε, «και θα σε σκοτώσω». Ύφανε στα γρήγορα μια πύλη και πέρασε μέσα, σε ένα μέρος αρκετούς ορόφους πιο πάνω.
Ήταν ένας ακόμα διάδρομος, σε όλο το μήκος του οποίου υπήρχαν ταπετσαρίες που απεικόνιζαν πλοία στην ανοικτή θάλασσα. Στην άλλη άκρη, μια πορφυρή φέτα ήλιου λαμπύριζε μέσα από τις κιονοστοιχίες. Τα κατάλοιπα της πύλης του Σαμαήλ αιωρούνταν στον αέρα κι οι διαλυμένες ροές θύμιζαν λαμπερά αχνά φαντάσματα αν και δεν ήταν τόσο αχνές ώστε να μην μπορούσε να τις διακρίνει ο Ραντ. Άρχισε να υφαίνει, αλλά σταμάτησε. Είχε πηδήξει έως εδώ χωρίς να σκεφτεί μήπως επρόκειτο για καμιά παγίδα. Αν αντέγραφε ακριβώς όσα είχε δει, θα μπορούσε να ακολουθήσει τον Σαμαήλ όπου κι αν πήγαινε με ελάχιστη παρέκκλιση αλλά με μια ανεπαίσθητη μεταβολή. Δεν υπήρχε τρόπος να βεβαιωθεί αν η αλλαγή ήταν της τάξης των πενήντα ή των πεντακοσίων ποδών, αλλά, όπως και να είχε, η απόσταση που τους χώριζε δεν ήταν μεγάλη.
Η κατακόρυφη ασημένια σχισμή άρχισε να περιστρέφεται και να ανοίγει, αποκαλύπτοντας τα σκιερά ερείπια του μεγαλείου, όχι τόσο σκοτεινά όσο ο διάδρομος. Ιδωμένος μέσα από την πύλη, ο ήλιος ήταν μια ελαφρώς παχύτερη, κόκκινη φέτα, μισοκρυμμένη από έναν κατακρημνισμένο θόλο. Το γνώριζε αυτό το μέρος. Την τελευταία φορά που είχε πάει εκεί, πρόσθεσε ένα ακόμα όνομα στη λίστα με τις Κόρες που είχε καταχωρημένη στο μυαλό του. Ήταν η πρώτη φορά, τότε που τον είχε ακολουθήσει ο Πάνταν Φάιν κι έγινε κάτι χειρότερο από Σκοτεινόφιλος. Το ότι ο Σαμαήλ το είχε σκάσει στη Σαντάρ Λογκόθ έμοιαζε να ολοκληρώνει τον κύκλο με περισσότερους από έναν τρόπους. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο τώρα που άνοιγε τον δρόμο. Πριν πάψει να πλαταίνει η πύλη, ο Ραντ πέρασε στη ρημαγμένη πόλη που κάποτε αποκαλούνταν Αριντόλ, κι άρχισε να τρέχει κουτσαίνοντας, αφήνοντας την ύφανση να ξετυλίγεται καθώς αυτός έτρεχε, με τις μπότες του να συνθλίβουν το σπασμένο λιθόστρωτο και τα νεκρά αγριόχορτα.
Έστριψε στην πρώτη γωνία που συνάντησε. Το έδαφος σειόταν κάτω από τα πόδια του, καθώς τα μουγκρητά ηχούσαν από εκεί που είχε έρθει, κι αστραπές άστραφταν φανταχτερά στο σκοτάδι του λυκόφωτος. Αισθάνθηκε την πλημμυρίδα της Γης, της Φωτιάς και του Αέρα, ενώ ουρλιαχτά και μουγκανητά ξεχώριζαν ανάμεσα στον βροντερό πάταγο. Με το σαϊντίν να πάλλεται μέσα του, προχώρησε κουτσαίνοντας δίχως να κοιτάξει πίσω. Συνέχισε να τρέχει, και με τη Δύναμη να τον κατακλύζει μπορούσε να δει καθαρά ακόμα και στο σκιερό σκοτάδι.
Ολόγυρα από τη μεγάλη πόλη απλώνονταν τεράστια μαρμάρινα παλάτια, το καθένα με τέσσερις και πέντε θόλους διαφορετικού μεγέθους, πορφυροβαμμένους από το λιόγερμα, μπρούντζινες πηγές κι αγάλματα σε κάθε διασταύρωση και μεγάλες εκτάσεις με κιονοστοιχίες που κατέληγαν σε πύργους, οι οποίοι υψώνονταν προς τον ήλιο - την εποχή, τουλάχιστον, που ήταν ακέραιοι. Οι κορυφές των περισσοτέρων τώρα ήταν οδοντωτές. Για κάθε ακέραιο θόλο υπήρχαν άλλοι δέκα που έμοιαζαν με σπασμένα τσόφλια, με την κορυφή τους ή κάποια πλευρά να έχει αφαιρεθεί τελείως. Πολλά αγάλματα ήταν γκρεμισμένα, θρυμματισμένα, ενώ από άλλα έλειπαν χέρια και κεφάλια. Το σκοτάδι βάθαινε ολοένα κι απλωνόταν με γοργούς ρυθμούς πάνω από τους ακατάστατους, γεμάτους κροκάλες λόφους με τα ζαρωμένα δέντρα που γαντζώνονταν στις πλαγιές τους, δίνοντάς τους την όψη αλλοιωμένων μορφών με σπασμένα δάχτυλα και με φόντο τον ουρανό.