Πλίνθοι και πέτρες απλώνονταν δαντελωτά από ένα κτίσμα που κάποτε μάλλον ήταν μικρό αρχοντικό. Το μισό μπροστινό του μέρος είχε χαθεί ενώ οι υπόλοιποι κίονες της πρόσοψης έγερναν προς το μέρος του δρόμου σαν μεθυσμένοι. Ο Ραντ σταμάτησε στη μέση του δρόμου, λίγο πριν φτάσει στη δαντελωτή απλωσιά, περιμένοντας να αισθανθεί κάποιον άλλον που μπορεί να χρησιμοποιούσε το σαϊντίν. Το να προσκολληθεί στη μια μεριά του δρόμου δεν ήταν καλή ιδέα, κι όχι μόνο επειδή ανά πάσα στιγμή μπορεί να κατέρρεε κανένα κτήριο. Χίλια αόρατα μάτια έμοιαζαν να τον κατασκοπεύουν από παράθυρα που φάνταζαν σαν ορθάνοιχτες κόγχες, παρακολουθώντας τον με μια πρόδηλη αίσθηση προσμονής. Αισθάνθηκε απόμακρα την καινούργια πληγή στα πλευρά του να πάλλεται, σαν μια φλογερή χαρακιά, αντηχώντας το ίδιο το κακό που είχε ποτίσει την άμμο της Σαντάρ Λογκόθ. Το παλιό σημάδι τον έσφιγγε σαν γροθιά κι ο πόνος του ποδιού του φάνταζε απόμακρος πλέον. Λίγο πιο κοντά, το ίδιο το Κενό παλλόταν γύρω του, το μίασμα του Σκοτεινού πάνω στο σαϊντίν έμοιαζε να συγχρονίζεται με τη μαχαιριά που είχε δεχτεί στα πλευρά του. Η Σαντάρ Λογκόθ ήταν επικίνδυνο μέρος ακόμα και τη μέρα. Τη νύχτα...
Πιο κάτω στον δρόμο, πέρα από ένα μνημείο όμοιο με οβελίσκο, που σαν από κάποιο θαύμα στεκόταν ακόμα όρθιο, κάτι κινήθηκε, μια σκιερή μορφή που διάβηκε το σκοτάδι. Ο Ραντ διαβίβασε σχεδόν, αν και δεν πίστευε πως ο Σαμαήλ θα προχωρούσε ποτέ τόσο μουλωχτά. Όταν πρωτοβγήκε στην πόλη, τότε που ο Σαμαήλ προσπάθησε να καταστρέψει την πύλη του, άκουσε φοβερές κραυγές, αλλά δεν είχε δώσει και πολλή σημασία τότε. Τίποτα δεν ζούσε στη Σαντάρ Λογκόθ, ούτε καν ποντίκια κι αρουραίοι. Ο Σαμαήλ σίγουρα θα είχε φέρει μαζί τα πρωτοπαλίκαρά του, τα οποία δεν θα δίσταζε να θυσιάσει προκειμένου να βρει τον Ραντ. Ίσως κάποιος από αυτούς να οδηγούσε τον Ραντ στον Σαμαήλ. Προχώρησε όσο πιο γρήγορα κι αθόρυβα γινόταν. Το θρυμματισμένο πλακόστρωτο συνθλιβόταν κάτω από τις μπότες του, με έναν ήχο που θύμιζε σπάσιμο κοκάλων. Ήλπιζε να ήταν ακουστός μονάχα στα, ενισχυμένα από το σαϊντίν, αυτιά του.
Σταματώντας στη βάση του οβελίσκου, μια παχιά, πέτρινη βελόνα καλυμμένη από πάνω έως κάτω με σκαλιστά κείμενα, κοίταξε ψηλά. Όποιος κι αν ήταν ο άγνωστος, είχε εξαφανιστεί. Μόνο οι τρελοί κι οι υπερβολικά θαρραλέο θαι πήγαιναν νυχτιάτικα μέσα στη Σαντάρ Λογκόθ. Το κακό που κηλίδωσε τη Σαντάρ Λογκόθ και που δολοφόνησε την Αριντόλ δεν είχε πεθάνει τότε. Πιο κάτω στον δρόμο, μια τούφα ασημόγκριζης ομίχλης ξεχύθηκε από ένα παράθυρο και σύρθηκε προς το μέρος μιας άλλης, που βγήκε για να τη συναντήσει από το πλατύ άνοιγμα ενός ψηλού, πέτρινου τοίχου. Τα βάθη του ανοίγματος αυτού έλαμπαν, λες κι υπήρχε μια ολόγιομη σελήνη εκεί μέσα. Με τον ερχομό της νύχτας, το Μασάνταρ περιδιάβαινε την πόλη που ήταν η φυλακή του, μια πελώρια παρουσία που μπορούσε να εμφανίζεται σε δεκάδες, ακόμα και σε εκατοντάδες, μέρη ταυτόχρονα. Το άγγιγμα του Μασάνταρ δεν ήταν κι ο καλύτερος τρόπος για να πεθάνεις. Ο Ραντ ένιωθε μέσα του το μίασμα του σαϊντίν να χτυπάει εντονότερα. Η απόμακρη φωτιά στο πλευρό του τρεμόφεγγε σαν δέκα χιλιάδες απανωτές αστραπές. Ακόμα και το ίδιο το έδαφος έμοιαζε να βροντοκοπάει κάτω από τα πόδια του.
Στράφηκε, έτοιμος σχεδόν να φύγει. Το πιθανότερο ήταν πως ο Σαμαήλ είχε φύγει τώρα που το Μασάνταρ βγήκε παγανιά. Πολύ πιθανόν ο άντρας να τον είχε δελεάσει να έρθει έως εδώ με την ελπίδα πως θα έψαχνε στα ερείπια και το Μασάνταρ θα τον σκότωνε. Στράφηκε κι έμεινε ακίνητος, συσπειρωμένος πάνω στον όγκο του οβελίσκου. Κατηφορίζοντας τον δρόμο, έρπανε δύο Τρόλοκ, ογκώδεις σιλλουέτες με μαύρη θωράκιση και πάνω από ένα μέτρο ψηλότεροι από τον ίδιον. Αιχμηρά καρφιά εξείχαν από τους ώμους και τους αγκώνες της πανοπλίας τους και κουβαλούσαν δόρατα με μεγάλες, μαύρες αιχμές και γυριστά αγκίστρια. Στα γεμάτα με σαϊντίν μάτια του, τα πρόσωπά τους διαγράφονταν πεντακάθαρα. Το ένα ήταν παραμορφωμένο από ένα ράμφος σαν του αετού, στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκονται το στόμα κι η μύτη, ενώ το άλλο είχε ένα ρύγχος κι έναν χαυλιόδοντα σαν του κάπρου. Κάθε τους κίνηση, κάθε σύρσιμό τους, απέπνεε τρόμο. Οι Τρόλοκ λάτρευαν τους σκοτωμούς και το αίμα, αλλά η Σαντάρ Λογκόθ τούς φόβιζε. Μπορεί να κυκλοφορούσαν Μυρντράαλ τριγύρω. Κανένας Τρόλοκ δεν θα έμπαινε στην πόλη χωρίς να προηγούνταν κάποιος Μυρντράαλ και κανένας Μυρντράαλ δεν θα εισέδυε χωρίς την καθοδήγηση του Σαμαήλ. Πράγμα που σήμαινε πως ή ο Σαμαήλ γυροβολούσε ακόμα εδώ, ή ότι αυτοί οι Τρόλοκ κατευθύνονταν προς την πύλη και δεν είχαν βγει για κυνήγι. Ωστόσο, έμοιαζαν να κυνηγούν. Αυτό το ρύγχος του κάπρου οσμιζόταν τον αέρα αναζητώντας μια συγκεκριμένη μυρωδιά.