Выбрать главу

Ξαφνικά, μια φιγούρα με κουρέλια πήδηξε από ένα παράθυρο, πάνω από τα κεφάλια των Τρόλοκ, πέφτοντας επάνω τους κι αρχίζοντας να τους τρυπάει με ένα δόρυ. Ήταν μια Αελίτισσα, με το σούφα τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι της και το πέπλο να κρέμεται. Ο Τρόλοκ με το αετίσιο ράμφος ούρλιαξε καθώς η μύτη της λόγχης χώθηκε πάλι και πάλι βαθιά στο πλευρό του. Καθώς ο σύντροφός του έπεφτε κάτω, με τα πόδια του να κλωτσάνε τον αέρα, ο άλλος με το ρύγχος του κάπρου στράφηκε γρυλίζοντας, εκτοξεύοντας με μανία εναντίον της το όπλο του, αλλά η γυναίκα πρόλαβε κι έσκυψε πριν τη βρει το μαύρο αγκίστρι και κάρφωσε το πλάσμα στο στομάχι. Ο Τρόλοκ σωριάστηκε πάνω από το κορμί του συντρόφου του.

Ο Ραντ άρχισε να τρέχει πριν σκεφτεί καλά-καλά. «Λία!» φώναξε. Τη νόμιζε νεκρή, εγκαταλειμμένη από τον ίδιον, πεθαμένη εξαιτίας του. Ήταν η Λία του Κοσάιντα Τσαρήν, ένα όνομα που λαμπύριζε στη λίστα που είχε στο μυαλό του.

Η γυναίκα γύρισε να τον αντιμετωπίσει, με τη λόγχη έτοιμη στο ένα χέρι και τη στρογγυλή ασπίδα από ταυρίσιο δέρμα στο άλλο. Το πρόσωπό της, χαριτωμένο απ' όσο το θυμόταν ο Ραντ, παρά τα σημάδια και στα δύο μάγουλα, ήταν τώρα διαστρεβλωμένο από οργή. «Μου ανήκει!» σφύριξε απειλητικά μέσα από τα δόντια της. «Είναι δικό μου! Κανείς δεν έρχεται εδώ! Κανείς!»

Ο Ραντ σταμάτησε απότομα. Η λόγχη περίμενε ανυπόμονα να αναζητήσει και τα δικά του πλευρά. «Λία, με γνωρίζεις», της είπε μαλακά. «Με ξέρεις. Θα σε πάω πίσω, στις Κόρες, στις δοραταδελφές». Της έτεινε το χέρι του.

Η οργή της εξανεμίστηκε σε ένα παραμορφωμένο συνοφρύωμα, κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Είσαι ο Ραντ αλ'Θόρ;» ρώτησε αργά. Τα μάτια της γούρλωσαν, έπεσαν πάνω στα κορμιά των νεκρών Τρόλοκ και μια έκφραση τρόμου διαγράφηκε στο πρόσωπό της. «Ραντ αλ'Θόρ», ψιθύρισε, ψηλαφίζοντας το μαύρο πέπλο και τοποθετώντας το στη θέση του με το χέρι που κρατούσε τη λόγχη. «Ο Καρ'α'κάρν», είπε, σαν να μοιρολογούσε, και το έσκασε.

Ο Ραντ άρχισε να τρέχει ξοπίσω της, χωλαίνοντας, σκαρφαλώνοντας πάνω από ολόκληρες στοίβες από μπάζα, σκόρπιες σε όλη την έκταση του δρόμου, κουτρουβαλώντας, κουρελιάζοντας το πανωφόρι του, ξαναπέφτοντας και σκίζοντάς το σχεδόν τελείως, σκοντάφτοντας ξανά και ξανά. Η αδυναμία του κορμιού του ήταν κάτι μακρινό, όπως κι ο πόνος, αλλά παρ' όλο που αιωρούνταν στο Κενό, είχε ακόμα τη δυνατότητα να εξωθεί σκληρά αυτό το κορμί. Η Λία χάθηκε μέσα στη νυχτιά, πίσω από την επόμενη σκιερή γωνία, σκέφτηκε.

Έστριψε κι αυτός, κουτσαίνοντας κι όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κι έπεσε σχεδόν επάνω σε τέσσερις Τρόλοκ με μαύρη θωράκιση κι έναν Μυρντράαλ, με τον μελανό του μανδύα να κρέμεται αφύσικα ακίνητος στην πλάτη του καθώς ο Ξέθωρος κινήθηκε. Οι Τρόλοκ γρύλισαν έκπληκτοι, αλλά η έκπληξή τους δεν διήρκεσε πάνω από ένα δυο δευτερόλεπτα. Τα ακόντια με τους γάντζους και τα γυριστά σαν δρεπάνια ξίφη σηκώθηκαν. Η κατάμαυρη λάμα του Μυρντράαλ βρέθηκε αμέσως στην παλάμη του, μια λάμα που πλήγωνε εξίσου θανατερά με το στιλέτο του Φάιν.

Ο Ραντ δεν προσπάθησε καν να τραβήξει από τα πλευρά του το σπαθί με το σημάδι του ερωδιού. Σαν θάνατος ντυμένος με ένα κουρελιασμένο κόκκινο πανωφόρι διαβίβασε, κι ένα ξίφος φωτιάς βρέθηκε στα χέρια του, παλλόμενο απειλητικά με τους χτύπους του σαϊντίν, σαρώνοντας ένα τυφλό κεφάλι κι αποκόβοντάς το από τους ώμους. Ίσως να ήταν απλούστερο να τους καταστρέψει όλους με τον τρόπο που είχε δει να σκοτώνουν οι Άσα'μαν στα Πηγάδια του Ντουμάι, αλλά, αν προσπαθούσε τώρα να αλλάξει τις υφάνσεις, μπορεί να απέβαινε μοιραίο. Τα ξίφη αυτά μπορούσαν να σκοτώσουν ακόμα και τον ίδιο. Χόρεψε με τις μορφές μέσα στο σκοτάδι που φωτιζόταν από τη φλόγα που κρατούσε στα χέρια του, με τις σκιές να περνούν μπροστά από τα πρόσωπα, από πάνω του, πρόσωπα με ρύγχη λύκων και πρόσωπα τραγίσια, παραμορφωμένα, που ούρλιαζαν καθώς η φλογερή λάμα έκοβε μαύρες πανοπλίες και σάρκα σαν να ήταν νερό. Οι Τρόλοκ εξαρτώνταν από τους αριθμούς τους και από τη συντριπτική τους σκληρότητα. Εναντίον του όμως, κι εναντίον αυτού του ξίφους της Δύναμης, έμοιαζαν να έχουν παραλύσει, σαν να ήταν άοπλοι.