Выбрать главу

Το ξίφος εξαφανίστηκε από τα χέρια του. Ζυγιασμένος ακόμα στην άκρη της μορφής που αποκαλούνταν Συστρέφοντας τον Άνεμο, στάθηκε ανάμεσα στον θάνατο. Ο τελευταίος Τρόλοκ που κατέρρευσε κινούνταν ακόμα σπασμωδικά, με τα κέρατά του να ξύνουν το διαλυμένο λιθόστρωτο. Ο ακέφαλος Μυρντράαλ τίναζε τα χέρια του τριγύρω, με τις μπότες του να ξύνουν άγρια το δάπεδο. Οι Ημιάνθρωποι δεν πέθαιναν γρήγορα, ακόμα κι ακέφαλοι.

Το ξίφος δεν είχε εξαφανιστεί καλά-καλά, όταν ασημιές αστραπές ξεπήδησαν από τον ασυννέφιαστο και γεμάτο άστρα ουρανό.

Η πρώτη χτύπησε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο, ούτε τέσσερα βήματα μακρύτερα. Ο κόσμος άσπρισε και το Κενό κατέρρευσε. Το έδαφος αναπήδησε κάτω από τα πόδια του, καθώς άλλη μια αστραπή βρόντηξε, και μετά κι άλλη, κι άλλη. Άργησε να συνειδητοποιήσει ότι είχε πέσει μπρούμυτα. Ο αέρας τσιτσίρισε. Σηκώθηκε ζαλισμένος, και κόντεψε να ξαναπέσει καθώς βάλθηκε να τρέχει για να αποφύγει τον ορυμαγδό των αστραπών που ξέσκιζαν στα δύο τον δρόμο και το βροντερό βουητό των κτηρίων που κατέρρεαν. Όρμησε ίσια μπροστά, χωρίς να νοιάζεται πού βρισκόταν, αρκεί να ήταν μακριά.

Ξαφνικά, το μυαλό του καθάρισε και μπόρεσε να δει πού ήταν. Τρίκλιζε κατά μήκος ενός τεράστιου, πέτρινου δαπέδου καλυμμένου με αναποδογυρισμένους όγκους από πέτρα, μερικοί εκ των οποίων ήταν στο μέγεθος του. Εδώ κι εκεί, σκοτεινές κι ακανόνιστες τρύπες έχαιναν ανάμεσα στο λιθόστρωτο. Παντού τριγύρω υψώνονταν ψηλά τείχη και κλιμακωτές συστοιχίες από τεράστια μπαλκόνια που τα διέτρεχαν. Σε μια γωνιά, σωζόταν μονάχα ένα μικρό μέρος από το πάλαι ποτέ πελώριο ταβάνι. Τα άστρα λαμπύριζαν πάνω από το κεφάλι του.

Έκανε ένα ακόμα βήμα και το δάπεδο υποχώρησε κάτω από τα πόδια του. Τίναξε τα χέρια του σε μια απεγνωσμένη κίνηση. Με ένα τράνταγμα, το δεξί του χέρι πιάστηκε από μια τραχιά άκρη και βρέθηκε να αιωρείται πάνω από απύθμενο σκοτάδι. Απ' όσο μπορούσε να κρίνει, το βάθος κάτω από τα -πόδια του θα μπορούσε να είναι από μερικές πιθαμές, και να καταλήγει σε κάποιο υπόγειο, μέχρι ένα μίλι. Βέβαια, μπορούσε να κλειδώσει κάμποσους δακτύλιους Αέρα στο ακανόνιστο περίγραμμα της τρύπας, πάνω από το κεφάλι του, και να τραβηχτεί έξω, όμως... Με κάποιον τρόπο, ο Σαμαήλ είχε διαισθανθεί τη σχετικά μικρή ποσότητα σαϊντίν που είχε χρησιμοποιηθεί στο ξίφος. Υπήρξε μια καθυστέρηση πριν εμφανιστούν οι αστραπές, αλλά ήταν αδύνατον να υπολογίσει πόση ώρα είχε χρειαστεί για να σκοτώσει τους Τρόλοκ. Ένα λεπτό; Μερικά δευτερόλεπτα;

Με ένα απότομο τίναγμα, άπλωσε το αριστερό του μπράτσο προσπαθώντας να αδράξει την άκρη της τρύπας. Ο πόνος, ο οποίος δεν εξουδετερωνόταν πια από το Κενό, του διαπέρασε το πλευρό σαν μαχαίρι που βυθίζεται στη σάρκα, κι είδε στίγματα να χορεύουν στο οπτικό του πεδίο. Το χειρότερο ήταν πως το δεξί του χέρι γλίστρησε πάνω σε μια θρυμματισμένη πέτρα κι ένιωσε τα δάχτυλά του να αποδυναμώνονται. Έπρεπε να...

Ένα χέρι άρπαξε τον δεξί του καρπό. «Είσαι ένας ηλίθιος», ακούστηκε μια βαθιά, αντρική φωνή. «Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό που δεν νοιάζομαι να σε δω να πεθαίνεις σήμερα». Το χέρι άρχισε να τον τραβάει προς τα επάνω. «Θα βοηθήσεις καθόλου;» ρώτησε απαιτητικά η φωνή. «Δεν σκοπεύω να σε κουβαλήσω στους ώμους μου, ούτε να σκοτώσω για χάρη σου τον Σαμαήλ».

Προσπαθώντας να συνέλθει από την έκπληξη,  ο  Ραντ άπλωσε το άλλο του χέρι κι άδραξε την περίμετρο της τρύπας. Έσπρωξε το κορμί του όσο μπορούσε, παρά τον αγωνιώδη πόνο στα πλευρά του. κατάφερε, ωστόσο, να αποκτήσει ξανά τον έλεγχο του Κενού και να αδράξει το σαϊντίν. Δεν διαβίβασε, αλλά ήθελε να είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή.

Το κεφάλι κι οι ώμοι του ξεπρόβαλαν πάνω από το δάπεδο και τώρα μπόρεσε να διακρίνει καθαρά τον άλλον άντρα, έναν μεγαλόσωμο τύπο, κάπως μεγαλύτερο σε ηλικία από τον ίδιον. Είχε μαύρα μαλλιά, σαν της νυχτιάς, και μαύρο πανωφόρι, όπως των Άσα'μαν. Ο Ραντ δεν τον είχε ξαναδεί. Τουλάχιστον, δεν ήταν κάποιος από τους Αποδιωγμένους. Ήξερε καλά τις φάτσες τους, ή έτσι νόμιζε. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε.

Βαριανασαίνοντας ακόμα, ο άντρας άφησε ένα γέλιο σαν γαύγισμα. «Πες πως είμαι ένας περαστικός. Είναι ώρα για κουβέντες τώρα;»

Κρατώντας την αναπνοή του, ο Ραντ βγήκε από την τρύπα. Πρώτα ξεπρόβαλε το στήθος του κι έπειτα η μέση του. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως μια λάμψη έλουζε τον χώρο γύρω του, σαν τη λάμψη της ολόγεμης σελήνης.

Γυρνώντας να δει πάνω από τον ώμο του, πρόσεξε το Μασάνταρ. Όχι μια απλή τούφα ομίχλης, αλλά ένα λαμπερό ασημόγκριζο κύμα που κατηφόριζε από κάποιο από τα μπαλκόνια και σχημάτιζε μια αψίδα πάνω από τα κεφάλια τους.