Выбрать главу

Δίχως δεύτερη σκέψη, ανύψωσε το ελεύθερο χέρι του κι εκτόξευσε μοιροφωτιά, μια λουρίδα υγρής λευκής φωτιάς που χάραξε το κύμα που βυθιζόταν προς το μέρος τους. Απόμακρα, αντιλήφθηκε μια άλλη λωρίδα ωχρής συμπαγούς φωτιάς που εκτοξεύτηκε από το χέρι του άντρα το οποίο δεν κρατούσε το δικό του, μια λωρίδα που μαστίγωσε την ομίχλη από την αντίθετη μεριά. Οι δύο λωρίδες αγγίχτηκαν.

Με το κεφάλι του να βουίζει σαν γκονγκ, ο Ραντ συσπάστηκε και το σαϊντίν, όπως και το Κενό, κατέρρευσαν. Τα έβλεπε όλα διπλά, τα μπαλκόνια και τους πέτρινους όγκους που ήταν διασκορπισμένοι στο πάτωμα. Έβλεπε δύο άντρες να αλληλεπικαλύπτονται, ο καθένας τους να κρατάει το κεφάλι του στα δυο του χέρια. Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια του κι έψαξε να βρει το Μασάνταρ. Το κύμα της λαμπερής ομίχλης είχε χαθεί. Μια αδιόρατη λάμψη είχε παραμείνει στα μπαλκόνια, πάνω από το κεφάλι του, αλλά κι αυτή έσβηνε, ενώ η όραση του άρχισε να καθαρίζει. Φαίνεται πως ακόμα και το άμυαλο Μασάνταρ απέφευγε τη μοιροφωτιά.

Νιώθοντας αστάθεια, σηκώθηκε όρθιος κι άπλωσε το χέρι του. «Νομίζω πως είναι καλύτερο να φύγουμε το γρηγορότερο από δω. Τι συνέβη;»

Ο άλλος άντρας σηκώθηκε κι αυτός, κάνοντας μια γκριμάτσα προς το μέρος του Ραντ που είχε τεντώσει το χέρι του. Ήταν εξίσου ψηλός με τον Ραντ, κάτι σπάνιο ανάμεσα στους Αελίτες. «Δεν έχω ιδέα τι συνέβη», γρύλισε. «Αν θες να εξακολουθήσεις να ζεις, τρέχα», είπε κάνοντας τα λόγια του πράξη κι ορμώντας προς μια συστοιχία αψίδων, στην αντίθετη κατεύθυνση από τον πλησιέστερο τοίχο, μια κι από κει είχε έρθει το Μασάνταρ.

Ψηλαφίζοντας να βρει το Κενό, ο Ραντ άρχισε να τρέχει κουτσαίνοντας πίσω του όσο γρηγορότερα μπορούσε, αλλά, πριν ακόμα προλάβουν να διασχίσουν το δάπεδο, οι αστραπές χτύπησαν ξανά, σαν καταιγίδα από ασημένια βέλη. Οι δυο τους πέρασαν μέσα από τις αψίδες, καταδιωκόμενοι από το βροντερό βουητό των τοίχων και του πατώματος που κατέρρεε πίσω τους, από ολόκληρα νέφη σκόνης κι από ένα χαλάζι πέτρες. Με τους ώμους σκυφτούς και το ένα χέρι μπροστά στο πρόσωπό του, ο Ραντ έτρεχε βήχοντας, μέσα από ένα φαρδύ δωμάτιο με τρεμάμενες αψίδες που υποστήριζαν την οροφή, ενώ τριγύρω έβρεχε μικρά, πέτρινα κομματάκια.

Πριν καλά-καλά το καταλάβει, βγήκε στον δρόμο, περπάτησε σκουντουφλώντας τρία βήματα και σταμάτησε. Ο πόνος στα πλευρά του τον έκανε να θέλει να διπλωθεί στα δύο, αλλά τα πόδια του θα τον πρόδιδαν, αν έκανε κάτι τέτοιο. Το πληγωμένο του πόδι παλλόταν και του φαινόταν ότι είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που αυτή η κόκκινη αστραπή από Φωτιά κι Αέρα τον είχε χτυπήσει στη φτέρνα. Ο λυτρωτής του καθόταν και τον κοίταζε. Παρά το ότι ήταν καλυμμένος από την κορυφή μέχρι τα νύχια με σκόνη, ο τύπος έμοιαζε με βασιλιά.

«Ποιος είσαι;» τον ξαναρώτησε ο Ραντ. «Κάποιος από τους άντρες του Τάιμ ή μήπως κανένας αυτοδίδακτος; Μπορείς να πας στο Κάεμλυν, ξέρεις, στον Μαύρο Πύργο. Δεν είναι ανάγκη να ζεις με τον φόβο των Άες Σεντάι». Για κάποιον λόγο, το πρόσωπό του πήρε μια βλοσυρή έκφραση με τα λόγια αυτά. Ωστόσο, δεν κατάλαβε γιατί.

«Ποτέ μου δεν φοβήθηκα τις Άες Σεντάι», αποκρίθηκε κοφτά ο άντρας, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Πιθανόν να πρέπει να φύγεις τώρα, αλλά, αν σκοπεύεις να μείνεις για να σκοτώσεις τον Σαμαήλ, καλύτερα να αρχίσεις να σκέφτεσαι σαν κι αυτόν. Έδειξες πως μπορείς. Ανέκαθεν του άρεσε να καταστρέφει έναν άνθρωπο εν μέσω του θριάμβου του, αν είχε τη δυνατότητα. Αν δεν την είχε, τότε τον έβαζε στο στόχαστρο».

«Η Πύλη των Οδών», είπε αργά ο Ραντ. Αν του έλεγαν πως πρέπει να θυμάται κάτι από τη Σαντάρ Λογκόθ, αυτό θα ήταν η Πύλη των Οδών. «Περιμένει κοντά στην Πύλη των Οδών, έχοντας στήσει παγίδες». Όπως και φύλακες, σαν κι αυτούς στο Ιλιαν, για να ανιχνεύσουν οποιονδήποτε άντρα με την ικανότητα της διαβίβασης. Ο Σαμαήλ είχε καταστρώσει αξιόλογο σχέδιο.

Ο άντρας γέλασε πικρόχολα. «Φαίνεται πως μπορείς να βρεις τον δρόμο, αν αφήσεις να σε οδηγήσουν. Προσπάθησε να μη σκοντάφτεις. Τα σχέδια θα χρειαστεί να αλλάξουν αν σκοτωθείς τώρα». Ο άντρας άρχισε να διασχίζει τον δρόμο, προς μια αλέα ακριβώς μπροστά τους.

«Περίμενε», του φώναξε ο Ραντ, αλλά ο τύπος συνέχισε την πορεία του χωρίς να κοιτάξει πίσω. «Ποιος είσαι; Για ποια σχέδια μιλάς;» Ο άντρας χάθηκε στο σοκάκι.

Ο Ραντ τον ακολούθησε παραπαίοντας, αλλά όταν έφθασε στην είσοδο της στενής αλέας τη βρήκε άδεια. Ένα συνεχές τείχος τη διέτρεχε σε απόσταση περίπου εκατό βημάτων κι έβγαινε σε έναν άλλον δρόμο, όπου μια λάμψη υπεδείκνυε την ύπαρξη του Μασάνταρ, αλλά ο άντρας δεν βρισκόταν ούτε εκεί, πράγμα αδύνατον. Βέβαια, ο τύπος είχε χρόνο στη διάθεση του να φτιάξει μια πύλη, αν γνώριζε τον τρόπο, αλλά αφ' ενός το υπόλειμμά της θα ήταν ορατό, αφ' ετέρου ο Ραντ θα ανίχνευε τη μεγάλη ποσότητα σαϊντίν που θα χρησιμοποιούσε για να την υφάνει.