Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως δεν είχε διαισθανθεί το σαϊντιν όταν ο άντρας ύφανε τη μοιροφωτιά. Και μόνο που σκέφτηκε τις δύο λουρίδες να συναντιούνται, η όραση του παραμορφώθηκε πάλι, κάνοντάς τον να τα βλέπει διπλά. Για μια στιγμή μόνο είδε το πρόσωπο του άντρα να διαγράφεται ξεκάθαρα, ενώ τα πάντα τριγύρω ήταν θολά. Κούνησε το κεφάλι του για να καθαρίσει το μυαλό του. «Ποιος στο Φως είσαι;» ψιθύρισε. «Τι στο Φως είσαι;» πρόσθεσε μια στιγμή αργότερα.
Ωστόσο, όποιος ή ό,τι κι αν ήταν, ο άντρας είχε εξαφανιστεί. Ο Σαμαήλ εξακολουθούσε να βρίσκεται στη Σαντάρ Λογκόθ. Καταβάλλοντας προσπάθεια, κατάφερε να επανακτήσει το Κενό. Το μίασμα του σαϊντίν έπαλλε κι ο βόμβος του αντηχούσε βαθιά μέσα του. Ένιωθε τους κραδασμούς του ίδιου του Κενού. Η αδυναμία εξαιτίας των αποκαμωμένων μυών του και του πόνου από τις πληγές του έσβησε. Θα σκότωνε οπωσδήποτε κάποιον από τους Αποδιωγμένους πριν ακόμα φύγει η νύχτα.
Κουτσαίνοντας, προχώρησε σαν φάντασμα στα σκοτεινά δρομάκια, βαδίζοντας με εξαιρετική προσοχή. Εξακολουθούσε να κάνει θόρυβο, όμως ούτως ή άλλως η νύχτα ήταν γεμάτη θορύβους. Ουρλιαχτά και λαρυγγώδεις κραυγές ακούγονταν από απόσταση. Το άμυαλο Μασάνταρ σκότωνε ό,τι έβρισκε μπρος του, κι οι Τρόλοκ πέθαιναν απόψε στη Σαντάρ Λογκόθ όπως και τότε, πολύ καιρό πριν. Μερικές φορές, κατεβαίνοντας μια διασταύρωση, παρατήρησε φευγαλέα κάμποσους Τρόλοκ, δύο, πέντε ή μια ντουζίνα από δαύτους, ενίοτε παρέα με έναν Ημιάνθρωπο, αλλά συνήθως όχι. Δεν τον πρόσεξαν, κι έτσι ο Ραντ δεν τους ενόχλησε, όχι μόνο επειδή ο Σαμαήλ θα ανίχνευε οποιαδήποτε δραστηριότητα διαβίβασης. Αυτοί οι Τρόλοκ, καθώς κι οι Μυρντράαλ που δεν είχε σκοτώσει το Μασάνταρ, ήταν ήδη νεκροί. Ο Σαμαήλ τους είχε φέρει μέσω των Οδών, αλλά προφανώς δεν είχε αντιληφθεί ότι ο Ραντ είχε ήδη σημαδέψει την Πύλη των Οδών που βρισκόταν εδώ.
Λίγο πριν την πλατεία που βρισκόταν η Πύλη των Οδών, ο Ραντ σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω. Εκεί κοντά υψωνόταν ένας πύργος, φαινομενικά ακέραιος. Δεν ήταν τόσο ψηλός όσο μερικοί άλλοι, αλλά η κορυφή του υψωνόταν πάνω από πενήντα βήματα από το έδαφος. Η σκοτεινή είσοδος στη βάση του ήταν άδεια, με το ξύλο να έχει σαπίσει από την πολυκαιρία και τους μεντεσέδες να έχουν γίνει σκόνη. Μέσα στο σκοτάδι, το οποίο έσπαγε μόνο από τον αμυδρό φωτισμό των αστεριών που περνούσε από τα παράθυρα, σκαρφάλωσε αργά τις στριφογυριστές σκάλες, αφήνοντας σε κάθε του βήμα μικρά συννεφάκια σκόνης, ενώ ένιωθε τον πόνο να του σουβλίζει το πόδι. Ο πόνος αυτός, όμως, ήταν απόμακρος. Φτάνοντας στην κορυφή, ακούμπησε πάνω στο μαλακό παραπέτο για να πάρει ανάσα. Η μάταιη σκέψη πως δεν θα άκουγε ποτέ το τέλος, αν η Μιν μάθαινε τα κατορθώματά του, ξεπήδησε στο μυαλό του. Η Μιν ή η Άμυς, ή η Κάντσουεϊν. Τι σημασία είχε;
Πέρα από τις ανύπαρκτες οροφές, έβλεπε τη μεγάλη πλατεία που κάποτε ήταν μια από τις σημαντικότερες στην Αριντόλ. Κάποτε, ένα Ογκιρανό αλσύλλιο κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος αυτής της έκτασης, αλλά μέσα στα επόμενα τριάντα χρόνια, κι αφού αναχώρησαν οι Ογκιρανοί που είχαν κτίσει το παλαιότερο μέρος της πόλης, οι κάτοικοι έκοψαν τα δέντρα για να επεκταθεί η Αριντόλ. Παλάτια κι υπολείμματα από παλάτια κύκλωναν την τεράστια πλατεία, ενώ η λάμψη του Μασάνταρ ακτινοβολούσε έντονη στο εσωτερικό μερικών παραθύρων κι ένας τεράστιος σωρός από χαλάσματα κάλυπτε το ένα μέρος. Στο κέντρο όμως στεκόταν η Πύλη των Οδών, ένα ψηλό και πλατύ κομμάτι πέτρας. Δεν ήταν αρκετά κοντά για να δει τα περίτεχνα σκαλιστά φύλλα και τις περικοκλάδες που την κάλυπταν, αλλά διέκρινε τα γκρεμισμένα κομμάτια του ψηλού φράκτη που την περιτριγύριζε κάποτε. Μέταλλο κατεργασμένο μέσω της Δύναμης σχημάτιζε έναν σωρό που έλαμπε ξεκάθαρα στη νυχτιά. Μπορούσε να διακρίνει επίσης την παγίδα που είχε υφάνει γύρω από την Ενδιάμεση Πύλη, ανεστραμμένη έτσι που κανείς να μην μπορεί να τη δει παρά μόνο ο ίδιος. Δεν υπήρχε τρόπος να πει με σιγουριά, απλώς κοιτώντας την, κατά πόσον οι Τρόλοκ κι οι Ημιάνθρωποι είχαν περάσει διαμέσου της, αλλά και να το είχαν κάνει θα ήταν πλέον νεκροί. Απαίσιο. Όποιες παγίδες κι αν είχε φτιάξει ο Σαμαήλ, ήταν αόρατες στα μάτια του, κάτι αναμενόμενο. Πιθανότατα δε, και δυσάρεστες.
Αρχικά δεν είδε τον Σαμαήλ, αλλά ύστερα από λίγο κάποιος κινήθηκε ανάμεσα στις αυλακωτές λαμπερές κολόνες ενός παλατιού. Ο Ραντ περίμενε. Ήθελε να σιγουρευτεί. Μόνο μια ευκαιρία είχε. Η φιγούρα ξεπετάχτηκε ανάμεσα από τους κίονες και βγήκε στην πλατεία, με το κεφάλι της να ταλαντεύεται από δω κι από κει. Ήταν ο Σαμαήλ, με τα χιονάτα σιρίτια να λαμποκοπούν στον λαιμό του, περιμένοντας να δει τον Ραντ να προχωράει στην πλατεία και να πέφτει στις παγίδες που του είχε στήσει. Πίσω του, η λάμψη στα παράθυρα του παλατιού έγινε πιο έντονη. Ο Σαμαήλ κοίταξε το σκοτάδι που κάλυπτε την πλατεία και το Μασάνταρ ξεχύθηκε από τα παράθυρα, παχιά κύματα ασημόγκριζης ομίχλης που έρεαν και συγχωνεύονταν, δεσπόζοντας πάνω από το κεφάλι του. Ο Σαμαήλ έκανε λίγο στην άκρη και το κύμα άρχισε να κατέρχεται με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα.