Выбрать главу

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του. Ο Σαμαήλ ήταν δικός του. Οι απαραίτητες ροές για τη δημιουργία της μοιροφωτιάς έμοιαζαν να συγκεντρώνονται ξανά, παρά τη μακρινή ηχώ από τη φωνή της Κάντσουεϊν. Σήκωσε το χέρι του.

Ένα ουρλιαχτό ξέσκισε τα σκοτάδια, μια γυναικεία κραυγή που υποδήλωνε έντονη αγωνία. Ο Ραντ πρόσεξε τον Σαμαήλ που στράφηκε να κοιτάξει προς τον μεγάλο σωρό με τα χαλάσματα, καθώς και το δικό του βλέμμα στράφηκε προς τα εκεί. Στην κορυφή του σωρού στεκόταν το περίγραμμα μιας μορφής με φόντο τον νυχτερινό ουρανό. Φορούσε πανωφόρι και βράκες ενώ μια λεπτή τούφα του Μασάνταρ την άγγιζε στο πόδι. Η γυναίκα μαστίγωνε τον αέρα με τα χέρια της τεντωμένα, ανίκανη να κινηθεί από εκείνο το σημείο ενώ ο, χωρίς λόγια, ολοφυρμός της έμοιαζε να καλεί τον Ραντ με το όνομά του.

«Λία», ψιθύρισε. Άπλωσε τα χέρια του σε μια ασυνείδητη κίνηση, λες και τεντώνοντάς τα μπορούσε να καλύψει την ενδιάμεση απόσταση και να την τραβήξει από κει. Ωστόσο, ό,τι άγγιζε το Μασάνταρ ήταν καταδικασμένο, όπως καταδικασμένος θα ήταν κι ο ίδιος, αν η λεπίδα του Φάιν τού διαπερνούσε την καρδιά. «Λία», ψιθύρισε ξανά, κι η μοιροφωτιά ξεπήδησε από το χέρι του.

Για λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, η μορφή της έμοιαζε να είναι ακόμα εκεί, λουσμένη σε έντονες ασπρόμαυρες αποχρώσεις, κι έπειτα εξαφανίστηκε, νεκρή ήδη πριν καν αρχίσει η αγωνία της.

Ουρλιάζοντας, ο Ραντ έστρεψε την μοιροφωτιά προς την πλατεία με μια σαρωτική κίνηση, ενώ ο σωρός με τα χαλάσματα κατέρρεε. Η κίνηση του έμοιαζε να αφανίζει τον ίδιο τον θάνατο. Ελευθέρωσε το σαϊντίν πριν η λευκή λουρίδα αγγίξει τη λίμνη του Μασάνταρ που κυλούσε τώρα κατά μήκος της πλατείας, περνώντας φουσκωτή την Ενδιάμεση Πύλη, προς τα ποτάμια της λαμπερής γκριζάδας που ξεχύνονταν από κάποιο άλλο παλάτι, στην απέναντι μεριά. Ο Σαμαήλ θα πρέπει να ήταν νεκρός πια. Δεν είχε χρόνο για να τρέξει, ούτε για να υφάνει κάποια πύλη, αν και σε αυτήν την περίπτωση ο Ραντ θα διαισθανόταν τη χρήση του σαϊντίν. Ο Σαμαήλ ήταν νεκρός, σκοτωμένος από μια κακία ανάλογη της δικιάς του. Το συναίσθημα πλημμύρισε την εξωτερική μεριά του Κενού κι ο Ραντ ήθελε να γελάσει ή να κλάψει. Είχε έρθει μέχρις εδώ για να σκοτώσει έναν από τους Αποδιωγμένους, αλλά αντί γι' αυτό σκότωσε μια γυναίκα εγκαταλειμμένη στη μοίρα της.

Για κάμποση ώρα στεκόταν στην κορυφή του πύργου, ενώ το ασθενικό μισοφέγγαρο διέσχιζε τον ουρανό. Καθόταν και κοίταζε το Μασάνταρ να γεμίζει εντελώς την πλατεία, μέχρι που μόνο η κορυφή της Πύλης των Οδών εξείχε πάνω από την επιφάνεια της ομίχλης. Αργά, άρχισε να αποσύρεται, αποφασισμένο να αναζητήσει αλλού κυνήγι. Αν ο Σαμαήλ ήταν ακόμα ζωντανός, θα μπορούσε να σκοτώσει εύκολα τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος αν νοιαζόταν και πολύ. Τελικά, άνοιξε μια πύλη κατάλληλη για Γλίστρημα και δημιούργησε μια πλατφόρμα, έναν δίσκο δίχως κιγκλίδωμα, μισό άσπρο μισό μαύρο. Το Γλίστρημα ήταν μια μέθοδος πιο αργή από το Ταξίδεμα. Του πήρε τουλάχιστον μισή ώρα μέχρι να φθάσει στο Ιλιαν, και σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής έκαιγε το μυαλό του με το όνομα της Λία, πάλι και πάλι, αυτομαστιγωνόταν. Ευχήθηκε να μπορούσε να κλάψει, αλλά πολύ φοβόταν ότι είχε ξεχάσει τον τρόπο.

Τον περίμεναν στο Παλάτι του Βασιλιά, στην αίθουσα του θρόνου. Ο Μπασίρε, ο Ντασίβα κι οι Άσα'μαν. Ήταν ακριβώς ίδια με την αίθουσα που είχε δει στην άλλη άκρη της πλατείας, εκεί που υπήρχαν οι φανοί πάνω στους ορθοστάτες, κι οι σκαλιστές απεικονίσεις πάνω στους μαρμάρινους τοίχους και στο μακρύ λευκό βάθρο. Ήταν ακριβώς ίδια, αν και κάπως μεγαλύτερη προς κάθε κατεύθυνση. Αντί για εννέα καθίσματα στο βάθρο, υπήρχε μόνο ένας μεγάλος επίχρυσος θρόνος με λεοπαρδάλεις για βραχίονες, καθώς κι εννέα χρυσές μέλισσες σε μέγεθος γροθιάς που επικρέμονταν πάνω από το κεφάλι οποιουδήποτε καθόταν στον θρόνο. Ο Ραντ κάθισε κουρασμένα στα σκαλοπάτια, μπροστά από το βάθρο.

«Υποθέτω πως ο Σαμαήλ είναι νεκρός», είπε ο Μπασίρε, κοιτώντας τον από την κορυφή έως τα νύχια, μέσα στο κουρελιασμένο και σκονισμένο πανωφόρι του.