Выбрать главу

«Θα ήθελα, αν γίνεται, να αποφύγω τους αλληλοσκοτωμούς Αντορινών, Ντυέλιν αλλά, ασχέτως Διαδοχής, ο Τζάριντ είναι έτοιμος να πολεμήσει, ακόμα κι αν η Ελένια είναι φυλακισμένη. Κι η Νάεαν, επίσης, είναι έτοιμη να μπει στη μάχη». Το καλύτερο ήταν να φέρει και τις δύο γυναίκες στο Κάεμλυν το συντομότερο. Η πιθανότητα να υποκλέψουν από το Αρινγκίλ κάποια μηνύματα και διαταγές ήταν μεγάλη. «Η Αρυμίλα είναι έτοιμη, έχοντας τους άντρες του Νάσιν. Για τα δεδομένα τους, πρόκειται όντως περί Διαδοχής, κι ο μόνος τρόπος να τους σταματήσει κανείς από το να δώσουν μάχη είναι να ισχυροποιηθείς τόσο, ώστε να μην το τολμήσουν καν. Αν η Μπιργκίτε κατορθώσει να μετατρέψει τους Φρουρούς σε κανονικό στρατό μέχρι την άνοιξη, όλα καλά, γιατί αν δεν διαθέτω μέχρι τότε στρατό, θα τον χρειαστώ οπωσδήποτε. Και, σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, θυμηθείτε και τους Σωντσάν. Δεν πρόκειται να μείνουν ικανοποιημένοι με το Τάντσικο και το Έμπου Νταρ. Τα θέλουν όλα, αλλά εγώ, Ντυέλιν, δεν θα τους αφήσω να πάρουν το Άντορ, ούτε αυτούς ούτε την Αρυμίλα». Κεραυνοί βρυχήθηκαν πάνω από τα κεφάλια τους.

Γυρίζοντας κάπως το κεφάλι της, για να κοιτάξει την Μπιργκίτε, η Ντυέλιν ύγρανε τα χείλη της. Τα δάχτυλά της τραβούσαν με ασυνείδητες κινήσεις τη φούστα της. Ελάχιστα πράγματα την τρόμαζαν, αλλά οι ιστορίες σχετικά με τους Σωντσάν ήταν ένα από αυτά. Ωστόσο, κάτι φάνηκε να μουρμουρίζει, λες και μιλούσε μόνη της. «Ήλπιζα να αποφύγω τον ολοκληρωτικό εμφύλιο πόλεμο». Πράγμα που μπορεί να σήμαινε πολλά ή τίποτα! Ίσως, με λίγη αναδίφηση, το πράγμα να ξεκαθάριζε.

«Ο Γκάγουιν», είπε ξαφνικά η Μπιργκίτε. Το πρόσωπό της ήταν φωτισμένο, όπως επίσης και τα συναισθήματα που έρεαν μέσω του δεσμού. Η ανακούφιση ήταν έκδηλη. «Μόλις έρθει, θα αναλάβει την αρχηγία. Θα γίνει ο Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού».

«Μα το μανόγαλο στην κούπα!» πετάχτηκε απότομα η Ηλαίην, κι οι αστραπές φώτισαν τα παράθυρα, θέλοντας λες να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στα λόγια της. Ήταν ανάγκη αυτή η γυναίκα να αλλάξει θέμα τώρα; Η Ντυέλιν ξαφνιάστηκε και το αναψοκοκκίνισμα χρωμάτισε ξανά το πρόσωπο της Ηλαίην. Κρίνοντας από το ορθάνοιχτο στόμα της μεγαλύτερης γυναίκας, καταλάβαινε πόσο χονδροκομμένη ήταν αυτή η βρισιά. Την έκανε να αισθάνεται παράδοξα αμήχανη. Ωστόσο, δεν θα μετρούσε και τόσο, αν η Ντυέλιν δεν ήταν φίλη της μητέρας της. Χωρίς να το σκεφτεί, κατάπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί — και κόντεψε να πνιγεί από την πικράδα. Κατέπνιξε στα γρήγορα τις εικόνες που ξεπήδησαν στο μυαλό της, δηλαδή τη Λίνι που την απειλούσε να της ξεπλύνει το στόμα, κι υπενθύμισε στον εαυτό της πως ήταν πια ώριμη γυναίκα κι ότι είχε έναν θρόνο να διεκδικήσει. Αμφέβαλλε αν η μάνα της ένιωθε τόσο συχνά ότι ήταν ανόητη.

«Ναι, θα γίνει, Μπιργκίτε», συνέχισε πιο ήρεμα τώρα. «Όταν έρθει». Τρεις αγγελιαφόροι κατευθύνονταν στην Ταρ Βάλον. Ακόμα κι αν κανείς τους δεν κατόρθωνε να περάσει το εμπόδιο της Ελάιντα, ο Γκάγουιν θα μάθαινε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ότι διεκδικούσε τον θρόνο και θα ερχόταν κοντά της. Τον χρειαζόταν απεγνωσμένα. Δεν έτρεφε αυταπάτες πως τάχα η ίδια θα γινόταν στρατηγός— η δε Μπιργκίτε φοβόταν τόσο πολύ ότι δεν θα κατάφερνε να ανταποκριθεί στους θρύλους που συνόδευαν το όνομά της, ώστε μερικές φορές φοβόταν να προσπαθήσει καν. Το να έρθει αντιμέτωπη με έναν ολόκληρο στρατό ήταν κατανοητό. Το να ηγηθεί η ίδια ενός στρατού, αδιανόητο!