«Μα, φυσικά, κάτι τέτοιο θα ήταν θαυμάσιο», ξέσπασε η Μέριλιλ, κάνοντας ένα βήμα μπρος. Κατόπιν, έριξε μια ματιά στη Ρενάιλ και κόπασε, ενώ ένα αναψοκοκκίνισμα διαχεόταν πάνω στην Καιρχινή ωχρότητά της. Σταύρωσε για άλλη μια φορά τα χέρια στη μέση της κι η πραότητα τη σκέπασε σαν δεύτερο δέρμα. Η Μπιργκίτε κούνησε το κεφάλι της έκπληκτη, ενώ η Ντυέλιν κοιτούσε σαν να μην είχε ξαναδεί την Άες Σεντάι στο παρελθόν.
«Φωτός θέλοντος, κάτι πρέπει να γίνει», είπε επιφυλακτικά η Ηλαίην. Έπρεπε να καταβάλλει προσπάθεια για να μην αρχίσει να τρίβει τους κροτάφους της. Ευχήθηκε να μπορούσε να ρίξει το φταίξιμο στον πόνο που ένιωθε μέσα στο κρανίο της εξαιτίας των ακατάπαυστων κεραυνών. Η Νυνάβε θα γινόταν έξαλλη και μόνο με την πρόταση, ενώ η Βαντέν απλώς θα την αγνοούσε, αλλά η Κάρεαν κι η Σάριθα ίσως να δέχονταν. «Όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούν να διαθέσουν πάνω από λίγες ώρες τη μέρα. Όταν έχουν ελεύθερο χρόνο». Απέφυγε να κοιτάξει τη Μέριλιλ. Ακόμα κι η Κάρεαν κι η Σάριθα μπορεί να επαναστατούσαν στην προοπτική να τις ρίξουν μέσα σε αυτό το πατητήρι.
Η Ζάιντα έφερε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού στο στόμα της. «Συμφωνούμε, υπό το Φως».
Η Ηλαίην βλεφάρισε. Πολύ ανησυχητικό αυτό· στα μάτια της Κυράς των Κυμάτων, είχαν προφανώς κλείσει μία ακόμη συμφωνία. Η περιορισμένη πείρα της με τους Άθα’αν Μιέρε τής έλεγε πως θα έπρεπε να θεωρείται τυχερή αν είχε κατορθώσει να εφαρμόσει το τέχνασμά της. Τέλος πάντων, αυτή τη φορά τα πράγματα θα εξελίσσονταν αλλιώς. Για παράδειγμα, τι κέρδος θα είχαν οι αδελφές; Μία συμφωνία προϋποθέτει δύο πλευρές. Η Ζάιντα χαμογέλασε σαν να γνώριζε όσα σκεφτόταν η Ηλαίην, κι αυτό τη διασκέδαζε. Το ξαφνικό άνοιγμα της μίας από τις πόρτες λειτούργησε ανακουφιστικά για την Ηλαίην, καθώς της έδινε τη δικαιολογία να στρέψει το βλέμμα της μακριά από τη Θαλασσινή.
Η Ρενέ Χάρφορ μπήκε ανάλαφρα στο δωμάτιο, με σεβασμό αλλά διόλου δουλικότητα, ενώ η υπόκλιση της ήταν συγκρατημένη, κατάλληλη για την Υψηλή Έδρα ενός πανίσχυρου Οίκου της Βασίλισσας της. Από την άλλη, κάθε Υψηλή Έδρα που σεβόταν τον εαυτό της γνώριζε πως όφειλε να δείξει τον ανάλογο σεβασμό στην Αρχιυπηρέτρια. Τα γκρίζα της μαλλιά ήταν μαζεμένα στην κορυφή του κεφαλιού της σε κότσο, που έμοιαζε με στέμμα, και φορούσε έναν πορφυρό, κοντό χιτώνα πάνω από το ασπροκόκκινο φόρεμά της, με τον Λευκό Λέοντα του Άντορ να αναπαύεται στο πληθωρικό της στήθος. Στη Ρενέ δεν έπεφτε λόγος για το ποια θα καθόταν στον θρόνο, αλλά, με τον ερχομό της Ηλαίην, είχε βάλει το επίσημο φόρεμα λες κι υποδεχόταν την ίδια τη Βασίλισσα. Το στρογγυλό πρόσωπό της σφίχτηκε στιγμιαία μόλις πρόσεξε τις Άθα’αν Μιέρε, οι οποίες την προσπέρασαν, αλλά δεν τους έδωσε περαιτέρω σημασία. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Σύντομα θα μάθαιναν από την καλή τι σήμαινε να προκαλούν την έχθρα της Αρχιυπηρέτριας.
«Ο Μάζριμ Τάιμ έφτασε επιτέλους, Αρχόντισσά μου». Η Ρενέ πάσχισε να τους δώσει να καταλάβουν ότι εννοούσε «Βασίλισσά μου». «Να του πω να περιμένει;»
Όχι τόσο γρήγορα! μουρμούρισε από μέσα της η Ηλαίην. Τον είχε καλέσει δυο μέρες πριν! «Ναι, Κυρά Χάρφορ. Δώσε του κρασί, το τρίτο καλύτερο. Πληροφόρησέ τον πως θα τον δεχτώ το συντομότερο...»
Ο Τάιμ μπήκε αγέρωχα στο δωμάτιο, λες κι όλο το Παλάτι ανήκε στην κατοχή του. Δεν χρειαζόταν καν αναγγελία ή συστάσεις. Χρυσογάλανοι Δράκοντες ήταν κεντημένοι γύρω από τα μανίκια του μαύρου πανωφοριού του, από τους αγκώνες μέχρι τις μανσέτες, σε μια απομίμηση των Δρακόντων στα μπράτσα του Ραντ, παρ’ όλο που η Ηλαίην υποψιαζόταν πως ο άντρας δεν θα εκτιμούσε ιδιαίτερα τη σχετική παρατήρηση. Ήταν ψηλός σχεδόν όσο ο Ραντ, με μύτη γαμψή και μάτια μαύρα, που έμοιαζαν να σε διαπερνούν σαν τρυπάνια, ένας πολύ δυνατός άντρας, που κινούνταν με τη θανατερή χάρη ενός Προμάχου, αν κι έμοιαζε να ακολουθείται από σκιές, λες κι οι μισοί φανοί του δωματίου είχαν σβήσει. Δεν επρόκειτο για αληθινές σκιές, ήταν περισσότερο μια αίσθηση επικείμενης βιαιότητας, αρκετά απτής ώστε να διαποτίζει το φως.