«Ήρθε η ώρα, Ηλαίην Τράκαντ», ακούστηκε η φωνή μιας γυναίκας από την είσοδο.
«Αίμα και στάχτες!» μουρμούρισε η Ντυέλιν. «Όλος ο κόσμος θα μπει εδώ μέσα;»
Η Ηλαίην αναγνώρισε τη νέα φωνή. Περίμενε τη συγκεκριμένη πρόσκληση, δίχως να γνωρίζει το πότε, μολονότι ήξερε καλά πως έπρεπε να ανταποκριθεί άμεσα. Σηκώθηκε όρθια κι ευχήθηκε να είχε λίγο χρόνο ακόμα να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα με τον Τάιμ. Ο άντρας κοίταξε συνοφρυωμένος τόσο τη νεοφερμένη γυναίκα, όσο και την Ηλαίην, χωρίς να είναι καν σίγουρος τι να συμπεράνει. Ωραία. Θα τον άφηνε να βράσει στο ζουμί του μέχρι να του κάνει λιανά τα ειδικά δικαιώματα που είχαν οι Άσα’μαν στο Άντορ.
Η Νάντερε έστεκε εξίσου ψηλή με τους δύο άντρες στα πλαϊνά της πόρτας, μια εύσωμη γυναίκα, σθεναρή όσο οποιαδήποτε Αελίτισσα είχε δει η Ηλαίην. Τα πρασινωπά της μάτια κοίταξαν εξεταστικά το ζευγάρι για μια στιγμή, πριν πάψουν να του δίνουν σημασία, θεωρώντας το ασήμαντο. Οι Άσα’μαν δεν εντυπωσίαζαν τις Σοφές. Ελάχιστα πράγματα τις εντυπωσίαζαν. Τακτοποιώντας την εσάρπα της με έναν κροταλιστό ήχο από τα βραχιόλια της, η γυναίκα προχώρησε και στάθηκε μπροστά στην Ηλαίην, έχοντας την πλάτη της γυρισμένη στον Τάιμ. Παρά το κρύο, φορούσε μονάχα την εσάρπα πάνω από τη λεπτή, άσπρη μπλούζα της, αν και, παραδόξως, κουβαλούσε έναν βαρύ, μάλλινο μανδύα τυλιγμένο το ένα της μπράτσο. «Πρέπει να έρθεις αμέσως», είπε στην Ηλαίην, «χωρίς καθυστέρηση». Τα φρύδια του Τάιμ ανασηκώθηκαν, λες και πάσχιζαν να φτάσουν στο μέτωπό του. Αναμφίβολα, δεν ήταν συνηθισμένος να του δείχνουν τόση αδιαφορία.
«Μα το Φως στα ουράνια!» είπε ξέπνοα η Ντυέλιν, μαλάσσοντας το μέτωπό της. «Δεν έχω ιδέα περί τίνος πρόκειται, Νάντερε, αλλά ό,τι και να ’ναι, πρέπει να περιμένει, ώσπου...»
Η Ηλαίην ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο της γυναίκας. «Πράγματι δεν έχεις ιδέα, Ντυέλιν, και δεν είναι κάτι που μπορεί να περιμένει. Θα τους διώξω όλους και θα έρθω μαζί σου, Νάντερε».
Η Σοφή κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά. «Ένα ετοιμόγεννο παιδί δεν έχει χρόνο να διώξει τους άλλους». Κούνησε τον χοντρό μανδύα. «Σου έφερα αυτό εδώ, για να προστατέψω την επιδερμίδα σου από την παγωνιά. Ίσως όμως πρέπει να φύγω και να πω στην Αβιέντα πως η αιδημοσύνη σου είναι μεγαλύτερη από τον πόθο σου να γίνεις αδελφή». Η Ντυέλιν ένιωσε να της κόβεται η ανάσα μόλις συνειδητοποίησε για τι πράγμα μιλούσε. Ο δεσμός του Προμάχου τρεμούλιασε από την οργή της Μπιργκίτε.
Υπήρχε μόνο μία πιθανή επιλογή. Στην πραγματικότητα, ανύπαρκτη. Άφησε να διαλυθεί ο σύνδεσμος με τις άλλες δύο γυναίκες κι απελευθέρωσε το σαϊντάρ. Η λάμψη, ωστόσο, παρέμεινε γύρω από τη Ρενάιλ και τη Μέριλιλ. «Θα με βοηθήσεις με αυτά τα κουμπιά, Ντυέλιν;» Η Ηλαίην ήταν περήφανη που η φωνή της ακουγόταν τόσο σταθερή. Το περίμενε αυτό. Όχι, όμως, με τόσο πολλούς μάρτυρες παρόντες! σκέφτηκε αχνά. Γυρνώντας την πλάτη της στον Τάιμ —δεν ήταν αναγκασμένη να τον βλέπει να την παρακολουθεί, τουλάχιστον!— άρχισε να ξεκουμπώνει τα μικροσκοπικά κουμπιά των μανικιών της. «Αν δεν σου κάνει κόπο, Ντυέλιν; Ντυέλιν;» Μια στιγμή αργότερα, η Ντυέλιν κινήθηκε σαν να υπνοβατούσε κι άρχισε να ψηλαφίζει τα κουμπιά στην πλάτη της Ηλαίην, μουρμουρίζοντας στο εαυτό της κάπως σοκαρισμένη. Ένας από τους Άσα’μαν, κοντά στην πόρτα, κρυφογέλασε.
«Γυρίστε από την άλλη!» είπε κοφτά ο Τάιμ, κι ο ήχος από μπότες που κοπανούν το δάπεδο ακούστηκε από την πόρτα.
Η Ηλαίην δεν ήξερε αν είχε στραφεί κι ο ίδιος —ήταν σίγουρη ότι ένιωθε το βλέμμα του επάνω της— αλλά ξαφνικά οι γυναίκες βρέθηκαν κοντά της, η Μπιργκίτε, η Μέριλιλ, η Ρενέ, η Ζάιντα, ακόμα κι η Ρενάιλ, στριμωγμένες ώμο με ώμο και με τα βλέμματα σκοτεινιασμένα, καθώς σχημάτιζαν ένα τείχος ανάμεσα σε αυτήν και στους άντρες. Ένα όχι ιδιαίτερα επαρκές τείχος. Καμιά τους δεν ήταν τόσο ψηλή όσο η ίδια, κι ούτε η Ζάιντα ούτε η Μέριλιλ ήταν ψηλότερες από το επίπεδο του ώμου της.
Συγκεντρώσου, είπε στον εαυτό της. Είμαι συγκροτημένη, ήρεμη. Είμαι... είμαι εντελώς γυμνή σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο, ναι, αυτό είμαι! Γδύθηκε όσο γρηγορότερα γινόταν, αφήνοντας το φουστάνι και το μισοφόρι της να πέσουν στο πάτωμα, ρίχνοντας από πάνω τους τα πασούμια και τις κάλτσες της. Το δέρμα της ανατρίχιασε στον ψυχρό αέρα. Αν αγνοούσε την παγωνιά, απλώς δεν θα αναρριγούσε. Πίστευε πως η θερμότητα που αισθανόταν στα μάγουλά της είχε κάποια σχέση με αυτό.
«Αυτό είναι τρέλα!» μουρμούρισε η Ντυέλιν χαμηλόφωνα, αρπάζοντας από κάτω τα ρούχα. «Παράνοια!»
«Τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε ψιθυριστά η Μπιργκίτε. «Να έρθω μαζί σου;»
«Πρέπει να πάω μόνη», αποκρίθηκε η Ηλαίην εξίσου ψιθυριστά. «Μην το κάνεις θέμα!» Όχι ότι η Μπιργκίτε άφησε να φανεί κάτι, αλλά ο δεσμός παλλόταν από την ένταση. Έβγαλε τους χρυσαφιούς κρίκους από τα αυτιά της και τους έδωσε στην Μπιργκίτε, κατόπιν δίστασε λίγο πριν της παραδώσει το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. Οι Σοφές έλεγαν πως πρέπει να πάει όπως τη γέννησε η μάνα της. Είχαν λάβει αρκετές οδηγίες, και πρώτα απ’ όλα να μην πουν σε κανέναν τι επρόκειτο να γίνει. Όσο γι’ αυτό, μακάρι να ήξερε κι η ίδια. Ένα παιδί έρχεται στον κόσμο χωρίς να έχει επίγνωση τι πρόκειται να συμβεί. Το μουρμουρητό της Μπιργκίτε άρχισε να μοιάζει με αυτό της Ντυέλιν.