Выбрать главу

Η Νάντερε προχώρησε προς το μέρος της κρατώντας τον μανδύα, κι απλώς της τον έδωσε. Η Ηλαίην έπρεπε να τον πάρει και να τον τυλίξει βιαστικά γύρω από το κορμί της. Εξακολουθούσε να είναι σίγουρη πως ένιωθε το βλέμμα του Τάιμ επάνω της. Κράτησε τον βαρύ, μάλλινο μανδύα κι αισθάνθηκε ενστικτωδώς πως έπρεπε να βγει γρήγορα από το δωμάτιο, αλλά, αντί γι’ αυτό, τσιτώθηκε και γύρισε αργά. Δεν επρόκειτο να το βάλει στα πόδια με την ατίμωση να τη σκεπάζει από την κορυφή έως τα νύχια.

Οι άντρες που είχαν έρθει μαζί με τον Τάιμ στάθηκαν ακίνητοι, αντικρίζοντας τις πόρτες, ενώ ο ίδιος ατένιζε το τζάκι με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Η ματιά του υποδήλωνε πως ήταν χαμένος στη φαντασία του. Με μοναδική εξαίρεση τη Νάντερε, οι υπόλοιπες γυναίκες κοιτούσαν προς το μέρος της με ένα μείγμα περιέργειας, κατάπληξης και δέους. Η Νάντερε έμοιαζε απλώς ανυπόμονη.

Η Ηλαίην πάσχισε να βάλει στη φωνή της τον πιο βασιλικό τόνο. «Κυρά Χάρφορ, πρόσφερε κρασί στον Άρχοντα Τάιμ και στους άντρες του πριν αναχωρήσουν». Τουλάχιστον, δεν τρεμούλιαζε. «Ντυέλιν, περιποιήσου, σε παρακαλώ, την Κυρά των Κυμάτων και την Ανεμοσκόπο και κοίτα να τις καθησυχάσεις. Μπιργκίτε, περιμένω από εσένα απόψε ένα σχέδιο στρατολόγησης». Οι γυναίκες τις οποίες κατονόμασε βλεφάρισαν ξαφνιασμένες κι ένευσαν χωρίς να πουν λέξη.

Κατόπιν, η Ηλαίην βγήκε από το δωμάτιο, ακολουθούμενη από τη Νάντερε κι ευχόμενη να τα είχε πάει καλύτερα. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε πριν κλείσει η πόρτα πίσω της ήταν η φωνή της Ζάιντα. «Παράξενα έθιμα έχετε εσείς οι στεριανοί».

Μόλις βγήκε στον διάδρομο, προσπάθησε να κινηθεί λίγο ταχύτερα, αν και δεν ήταν εύκολο, επειδή έπρεπε να κρατάει τον μανδύα σφιχτά επάνω της. Οι ερυθρόλευκες πλάκες του δαπέδου ήταν πολύ πιο κρύες από τα χαλιά στο καθιστικό. Μερικοί υπηρέτες, τυλιγμένοι στα ζεστά με τις καλοφτιαγμένες μάλλινες λιβρέες τους, την κοιτούσαν σαν χαζοί μόλις οι ματιές τους έπεφταν επάνω της, κι έπειτα απομακρύνονταν βιαστικά για να ασχοληθούν με τις δουλειές τους. Οι φλόγες τρεμόπαιζαν στους φανοστάτες. Πάντα υπήρχαν ρεύματα στους διαδρόμους. Πού και πού, ο αέρας αναδευόταν, κάνοντας κάποια κουρτίνα του τοίχου να θροϊζει τεμπέλικα.

«Σκόπιμα έγινε αυτό, έτσι;» είπε στη Νάντερε, περισσότερο σαν παρατήρηση παρά σαν ερώτηση. «Όποτε με καλείς, φροντίζεις να υπάρχει αρκετός κόσμος για να παρακολουθήσει. Για να σιγουρευτείς πως η υιοθέτηση της Αβιέντα ήταν κάτι πολύ σημαντικό για μένα». Τους είχαν πει πως ήταν σημαντικότερο από οτιδήποτε άλλο. «Τι της έκανες;» Κατά καιρούς, η Αβιέντα επιδείκνυε ελάχιστη σεμνότητα και συχνά τριγυρνούσε γυμνή στα διαμερίσματά της, χωρίς να τη νοιάζει, χωρίς καν να δίνει σημασία στους υπηρέτες που έμπαιναν μέσα. Το να αναγκάσεις αυτήν τη γυναίκα να γδυθεί μπροστά στο πλήθος δεν αποδείκνυε τίποτα.

«Θα σου πει η ίδια, αν το επιθυμεί φυσικά», αποκρίθηκε η Νάντερε με προσήνεια. «Το ότι το πρόσεξες σημαίνει πως είσαι οξυδερκής. Πολλοί δεν προσέχουν τίποτα». Το τεράστιο στήθος της ανεβοκατέβηκε καθώς γρύλισε, αν κι ο ήχος θα μπορούσε να μοιάζει με γέλιο. «Όλοι αυτοί οι άντρες που γυρίζουν την πλάτη τους κι όλες αυτές οι γυναίκες που σε φυλάνε. Θα μπορούσα να βάλω ένα τέλος σε όλα αυτά, αν εκείνος ο άντρας με το κεντητό πανωφόρι δεν κοιτούσε διαρκώς πάνω από τον ώμο του, για να θαυμάσει τους γλουτούς σου. Κι αν εσύ δεν αναψοκοκκίνιζες, πράγμα που έδειχνε πως το καταλάβαινες».

Η Ηλαίην μπέρδεψε τα πόδια της και σκόνταψε. Ο μανδύας ανέμισε, χάνοντας αυτή την ελάχιστη θερμότητα από το σώμα της που είχε παγιδεύσει, πριν τον τραβήξει και πάλι σφικτά επάνω της. «Το ελεεινό γουρούνι!» γρύλισε. «Θα... Θα...!» Που να καιγόταν, τι θα μπορούσε να κάνει; Να το πει στον Ραντ και να αφήσει αυτόν να τα βγάλει πέρα με τον Τάιμ; Ποτέ!

Η Νάντερε την κοίταξε αινιγματικά. «Στους περισσότερους άντρες αρέσει να κοιτάνε τα οπίσθια μιας γυναίκας. Πάψε να σκέφτεσαι τους άντρες κι άρχισε να σκέφτεσαι ποια γυναίκα θες για αδελφή».

Αναψοκοκκινίζοντας για άλλη μία φορά, η Ηλαίην έφερε στο μυαλό της την Αβιέντα, πράγμα όμως που δεν τη βοήθησε καθόλου να ηρεμήσει. Της είχαν πει ότι έπρεπε να σκεφτεί συγκεκριμένα πράγματα πριν από το εθιμοτυπικό, μερικά από τα οποία της προκαλούσαν αμηχανία.